Η προχθεσινή μου αντίδραση (εδώ και εδώ) στην υπερψήφιση του άρθρου 2 για τις τράπεζες είχε ενδεχομένως τεχνικά λάθη, αλλά όχι πολιτικά· οφείλω να αναγνωρίσω το πρώτο, και να εξηγήσω το δεύτερο.
Είμαι υπέρμαχος του καπιταλισμού, ως το καλύτερο σύστημα που έχουμε μέχρι στιγμής για την αντιστάθμιση οικονομικών συμφερόντων μέσα σε μία κοινωνία, επιτρέποντας δυνητικά στους περισσότερους να δημιουργήσουν τις δουλειές και υπηρεσίες που θέλουν να προσφέρουν για προσωπική εκπλήρωση και οικονομικό κέρδος.
Ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει τα δικά του προβλήματα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτά που αντιμετωπίζουμε στη δική μας χώρα, σε επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας και οργάνωσης.
Οι παγκόσμιες αγορές (από τις οποίες δανειζόμασταν πέρα από τις δυνατότητες μας) ήταν αυτές που μας ανάγκασαν να δούμε την πραγματικότητα της οικονομίας μας στον καθρέφτη το 2010. Και ναι, εκεί αφενός το παρασιτικό κομμάτι επιτέθηκε στη χώρα μέσα από τις αγορές, ενώ η συντηρητική Ευρώπη μας άφησε μόνους νομίζοντας ότι ήταν αποκλειστικά «ελληνικό» πρόβλημα, και ότι μπορούσε να μας δώσει ένα μάθημα υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ο ελληνικός καπιταλισμός, όμως, μόνο καπιταλισμός ανοιχτού (δημιουργικού) τύπου δεν ήταν. Στην Ελλάδα, πήραμε την κυρίαρχη ιδέα πίσω από την συγκρότηση ενός κράτους, αυτή της προστασίας, και την ξεχειλώσαμε πέρα από κάθε λογική ισονομίας και ισοπολιτείας. Από τραπεζίτες και βιομήχανους μέχρι δημοτικούς αστυνομικούς, όλοι ζήτησαν και έλαβαν από το πολιτικό προσωπικό μία στρεβλή προστασία – ο καθένας με διαφορετική κλίμακα προσόδου φυσικά. Αλλά ο τρόπος ήταν λίγο-πολύ ο ίδιος: νομικά τερτίπια, τροπολογίες, «φίλοι» στα ΜΜΕ, εκβιασμοί και τελικά υποστήριξη στην κάλπη (άλλοι σε χρήμα, άλλοι σε σταυρούς) για την επανεκλογή όποιου διασφάλιζε... την «προστασία».
Προστασία που ζητήθηκε και δόθηκε απέναντι στον ανταγωνισμό, στην ελεύθερη αγορά εργασίας, στο ωράριο εργασίας, στους κανόνες. Όσο υπήρχαν αθρόα δανεικά, η ανισότητα αυτής της στρεβλής πρακτικής δεν ήταν ιδιαίτερα ορατή, αφού πετούσαμε δανεικά χρήματα πάνω από κάθε πρόβλημα. Ακόμα και όσοι πλήρωναν άδικο φορολογικά μερίδιο δεν αντιδρούσαν ιδιαίτερα αφού κάποια από τα δανεικά έφταναν τελικά και σε αυτούς μέσα από την αγοραστική δύναμη των υπολοίπων, εξασφαλίζοντας έτσι μία συμπόρευση στην πλασματική αύξηση εισοδήματος και ευημερίας. Αυτό τελείωσε απότομα το 2009· σχεδόν μέρες μετά τις τότε εκλογές.
Η ισοπέδωση που ακολούθησε την επόμενη τετραετία είχε μία ευκαιρία: την αναδιάταξη του τοπίου με κανόνες λειτουργίας. Αυτό θα έκαναν οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, που θα μας πήγαιναν στο μέσο όρο λειτουργίας των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό δεν έγινε. Καταφέραμε να κάνουμε μία τεράστια μεταβίβαση ιδιωτικού πλούτου προς το δημόσιο ενώ παράλληλα δεν κάναμε τίποτα για να αλλάξουμε τις αιτίες του προβλήματος και να αποκαταστήσουμε τη λειτουργία του καπιταλισμού στη χώρα, ούτως ώστε να δοθεί εκ νέου η δυνατότητα ανάπτυξης καθενός μας μέσα σε ένα δικαιότερο – ως ανταγωνιστικό - πλαίσιο.
Ισοπεδώσαμε (κακώς) το κόστος εργασίας σε ό,τι αφορά τους μισθούς, αλλά διατηρήσαμε το αντίστοιχο κρατικό κόστος πάνω στην εργασία (ασφαλιστικό, γραφειοκρατία, κλπ). Ως ασφαλιστικό κόστος, εννοώ τα διαφορετικά ταμεία με διαφορετικούς όρους άνισης ασφάλισης και συνεισφοράς το καθένα, με κυρίαρχο λόγο ύπαρξης την συνέχιση της ανισότητας, της εσωτερικής γραφειοκρατίας και των θέσεων εργασίας που αυτή απαιτεί.
Μπορεί κάποιος να κοιτάξει κάθε τομέα της οικονομίας μας, και θα δει ότι οι πυρήνες του προβλήματος έχουν μείνει αλώβητοι. Σε αυτό το πλαίσιο είδαμε προχθές να υπερψηφίζεται η «ανάσταση» του ίδιου τραπεζικού συστήματος χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα. Τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα εκφράστηκαν οικονομικά (έκλεισαν κάποιες τράπεζες και συγχωνεύτηκαν άλλες στέλνοντας το λογαριασμό τους πολίτες) αλλά ούτε τα πρόσωπα άλλαξαν, ούτε αποτιμήθηκε το προηγούμενο καθεστώς πολιτικά, ούτε εφαρμόστηκε νέο πλαίσιο λειτουργίας. Το δε πολιτικό προσωπικό στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας συνεχίζει να ψεύδεται με δεκάρικους και αψιμαχίες από την Βουλή και τους τηλεοπτικούς δέκτες. Καμία αλλαγή κι εκεί.
Και έτσι φτάνουμε στο κλασικό ελληνικό: πρέπει πλέον να δοθούν πίσω οι μετοχές που πήρε το δημόσιο όταν έσωζε τράπεζες και τραπεζίτες, αλλά δεν έχει πάρει κανένα αντάλλαγμα σε επίπεδο εξυγίανσης του τραπεζικού τομέα. Η σχέση τραπεζών-κράτους μοιάζει προσωπική, τραπεζιτών-πολιτικών. Μπορεί τεχνικά να είναι απαραίτητο, αλλά πολιτικά είναι ανυπόφορο. Χίλιες φορές να φορτωνόμασταν ζημίες πάνω στα 50δισ., αλλά να εξασφαλίζαμε ένα υγιές, ανταγωνιστικό και άρα δίκαιο πλαίσιο λειτουργίας για το μέλλον. Όποιος θέλει ας υπερθεματίσει την υπερψήφιση αυτής της «λήξης» της περιπέτειας του τραπεζικού τομέα και των τραπεζικών, στη στρεβλή λογική του τί είναι βιώσιμο και «ρεαλιστικό» σε βάθος χρόνου, αλλά ας μας επιτρέψουν να έχουμε έστω διαφορετική άποψη· το ίδιο πλαίσιο, με τα ίδια πρόσωπα, θα φέρει τα ίδια δεινά ενώ θα διατηρήσει αλώβητα όλα τα προ-κρίσης.
Χαρείτε όσο θέλετε για «το τέλος της κρίσης», νικήσατε, αλλά μην κοροϊδευόμαστε για το πού ανήκει ο καθένας, και τί ήταν η προχθεσινή «νίκη». Και μην ξαναμιλήσετε για μεταρρύθμιση. Χαμένοι είμαστε, για μία ακόμη φορά, όχι τυφλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου