Μία υποσχετική δίνει ο καπιταλισμός ως
οικονομικό σύστημα, ουχί πολιτικό, στους πολίτες μίας δυτικής δημοκρατίας: την
ευκαιρία πλουτισμού με όρους σχετικής ισοτιμίας.
Δεν είναι πολιτικό σύστημα ο καπιταλισμός
και δεν πρέπει να λογίζεται ως τέτοιο γιατί αφενός θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να
αφήσουμε τη λειτουργία του πολιτεύματος στην οικονομία, εξισώνοντας την με το
πολίτευμα, και αφετέρου γιατί δεν ισχύει. Και η Κίνα με καπιταλισμό λειτουργεί,
αλλά δεν έχει καμία σχέση με την Δύση και τη δημοκρατία σε ό,τι αφορά τους
πολίτες της.
Στην Ελλάδα της κρίσης, της συρρικνωμένης οικονομίας και των εκατομμυρίων
ανέργων μία υπόσχεση μπορεί να δώσει και να επιδιώξει να εκπληρώσει το πολιτικό
προσωπικό: τον εκ νέου πλουτισμό των πολιτών με νέους όρους, δυτικούς αυτή τη
φορά, όπου το κράτος, το πολιτικό προσωπικό και τα καρτέλ δεν θα στερούν από
τον πολίτη το δικαίωμα στην οικονομική ευημερία.
Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει να
αναλύσει κάποιος τα σημερινά κοινοβουλευτικά κόμματα με αυτούς τους όρους, και
να δει κατά πόσο πληρούν προγραμματικά τις προϋποθέσεις για μία τέτοια
επιδίωξη. Οι άνθρωποι είναι τόσο αφοσιωμένοι σε «βερεσέδια» του πολιτικού τους
παρελθόντος, και την προσωπική τους επιβίωση που δεν μπορεί κανείς να διακρίνει
τη δεξιά από το νεοκομμουνισμό και τη σοσιαλδημοκρατία.
Το παράδειγμα του φόρου στα ακίνητα είναι σαφές:
σε μία τετραετία τετραπλασιάστηκαν οι απαιτήσεις μέσω έκτακτων φόρων που τώρα
επιχειρούν να μονιμοποιήσουν, ενώ παράλληλα ανέβηκε η φορολογία στο εισόδημα,
συρρικνώθηκε το ΑΕΠ και οι προσφερόμενες υπηρεσίες και παροχές του κράτους.
Είναι επομένως σαφές ότι δεν αυξήθηκε ο συγκεκριμένος φόρος για να αλλάξει
κάποιο μείγμα πολιτικής.
Η ερώτηση εδώ είναι μία: που πάνε τα
λεφτά; Στο παρωχημένο κράτος των ημετέρων είναι η απάντηση, και το πολιτικό
προσωπικό δείχνει αποφασισμένο να γονατίσει όποιον δεν ανήκει σε αυτό. Δεν
υπάρχει ούτε πολιτική, ούτε οικονομική θεωρία σε αυτή την προσέγγιση – είναι
απλή ληστεία, και κατάργηση κάθε έννοιας κοινωνικού συμβολαίου στο οποίο θα
στηριζόταν η συγκρότηση ενός κράτους για να υπάρξει ο απαιτούμενος, για την
λειτουργία και ύπαρξη του, σεβασμός των πολιτών προς αυτό.
Αν δε, επαληθευτούν τα σενάρια για την εκ
των πραγμάτων υποχρεωτική μεταβίβαση της ιδιωτικής μικρο-ιδιοκτησίας σε
κτηματομεσιτικούς κολοσσούς, θα μιλάμε για νέο «Χρηματιστήριο» επί δέκα. Θα
υπάρξει μόνιμη ζημία που θα προκληθεί στην οικονομία από τη δημιουργία ενός
ακόμα καρτέλ – αυτή τη φορά ακινήτων – που θα καθορίζει τις τιμές και τα
μισθώματα κατά το δοκούν, έξω από κάθε έννοια ανοικτής οικονομίας και ελεύθερης
αγοράς. Αυτά ανήκουν στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες κατόπιν της ξαφνικής
Περεστρόικας – όχι στην Ευρώπη του 2014. Και μη χαρεί κανένας ανόητος για την
«πτώση του κομμουνισμού» - δείτε τα αποτελέσματα σήμερα σε αυτά τα κράτη, με
πρώτη τη Ρωσία της ακμάζουσας μαφίας και της ελλιπούς δημοκρατίας.
Η Ελλάδα ήταν, και παραμένει στην Ευρώπη
και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αδυνατώ να καταλάβω γιατί θα πρέπει να υποστεί
τέτοιες βαρύτατες συνέπειες. Για να μην χάσουν τη δουλειά τους μερικοί
γραφειοκράτες από τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του κράτους; Πουλήστε το
ΟΑΚΑ στον Μελισσανίδη ή τον Αλαφούζο καλύτερα, να μην σαπίζει κιόλας και φάει
κανένας άνθρωπος την στέγη του Καλατράβα στο κεφάλι μια μέρα. Εκεί αρμόζει το
«κάνε την ακίνητη περιουσία ωφέλιμη, ή πούλα την» κ. Γεωργιάδη. Όχι στο τί θα
κάνει ο πολίτης με το πατρικό του.
Για να κλείσω, μία τίμια πρόταση υπάρχει
για μία δυτική χώρα που ασπάζεται τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό: ο
πλουτισμός των πολιτών της, και η αύξηση του ΑΕΠ. Αυτός είναι ο όρος για να
υπάρξουν και οι πόροι για καλύτερη υγεία, πρόνοια, παιδεία και άμυνα – ο όρος
για να προσφέρει το κράτος την προστασία (με την ευρύτερη έννοια) που οφείλει.
Αλλιώς λύεται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Για να γίνει αυτό οι αλλαγές είναι
δεδομένες και τις γνωρίζουν όλοι. Οι μισές, αυτές που αφορούν την αγορά, είναι
καταγεγραμμένες στο Μνημόνιο και παραμένουν ανεφάρμοστες μέχρι σήμερα. Εξ ου κι
η «πολιτική διαπραγμάτευση», η «κόντρα με την Τρόικα», και τα θρίλερ πριν κάθε
δόση.
Πέρα από αυτές, χρειάζεται συνταγματική
αναθεώρηση, απλοποίηση των διαδικασιών του επιχειρείν, νέος φορολογικός νόμος
με 10ετή (τουλάχιστον) περίοδο εφαρμογής χωρίς ετήσιες ανατροπές, άνοιγμα των
επαγγελμάτων, διοικητική αποκέντρωση, περικοπή δαπανών στο δημόσιο (πέρα από το
μισθολογικό), αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας που το 2010 το ΙΟΒΕ του κ.
Στουρνάρα εκτιμούσε πως ήταν 300δις Ευρώ (το ξέχασε μάλλον), λειτουργία των
ανεξάρτητων αρχών και κυρίως αυτών που αφορούν τις τηλεπικοινωνίες τα ΜΜΕ και
τον ανταγωνισμό, τη δημιουργία Συνταγματικού και Φορολογικού δικαστηρίου, κ.α.
Ο οδικός χάρτης για όλα αυτά έχει γραφτεί
με χιλιάδες τρόπους, από χιλιάδες ανθρώπους: καταρχήν από τους Ευρωπαίους
εταίρους στα κείμενα και τις διατάξεις λειτουργίας της ΕΕ, από εταιρείες
συμβούλων (είτε τους πλήρωσε το κράτος για αυτές, είτε τα έγραψαν μόνοι τους σε
ένα άτυπο pitch σε περίπτωση
που το κράτος αποφάσιζε να κάνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση), από
οργανισμούς σαν τον ΟΟΣΑ, από το ΙΟΒΕ, από δημοσιογράφους εντός και εκτός της
χώρας, από καθηγητές πανεπιστημίων και τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, από
bloggers και ενεργούς πολίτες – η
λίστα είναι ατελείωτη, όπως και οι ανθρωποώρες που χάθηκαν για να περιγράψουν
το αυτονόητο.
Γιατί δεν γίνονται; Γιατί το πολιτικό
προσωπικό δεν είναι διατεθειμένο να κάνει χαρακίρι. Γι’αυτό δεν γίνονται. Το
αυτονόητο για εμάς, πως είναι χαρακίρι να μην κάνουν αυτές τις αλλαγές για να
μπορέσουν να επιβιώσουν μαζί με τη χώρα, δεν είναι αυτονόητο σε όποιον έχει
μάθει να πολιτεύεται και να εκλέγεται όπως αυτοί. Ίσως ήρθε η ώρα να ξεπεράσουν
η ΕΕ και η Τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) το σημερινό τους ρόλο, και να μιλήσουν αυτοί
ανοιχτά στο λαό…