27.4.14

"Τον έχουμε στο χέρι"

"Τον Παπανδρέου τον έχουμε στο χέρι" διαμηνύουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, όπως διαβάζουμε στο TVXS. Το διαβάσαμε και στο πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών (sic), που τυχαία θυμήθηκε τις "ανοιχτές υποθέσεις του κ. Παπανδρέου με το κόμμα του", όπως είχε δηλώσει ο κ. Βενιζέλος όταν ο πρώτος καταψήφισε την χαριστική πράξη για τις τράπεζες.

Υπάρχει ζήτημα υπεξαίρεσης και το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου το κρατάει στα συρτάρια του για να έχει "τον Παπανδρέου στο χέρι"; Όπως είχε, ας πούμε, την λίστα Λαγκάρντ στο συρτάρι του για 16 μήνες ως υπουργός των Οικονομικών ο κ. Βενιζέλος χωρίς να κάνει τίποτα για αυτήν; Γιατί εδώ το πρώτο συμπέρασμα είναι αυτό της πρακτικής, και όχι του αν υπάρχει πραγματικά ζήτημα υπεξαίρεσης ή όχι - αυτό θα το κρίνει η δικαιοσύνη αν και εφόσον...

Το δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της ΕΦΣΥΝ, που αποφάσισε να παίξει με την συγκυβέρνηση το παιχνίδι ενός πολιτικού εκβιασμού εντυπώσεων(;) - μίας εφημερίδας που προέκυψε ως υγιής αντίδραση στο κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας και όπως αυτή είχε καταντήσει στα χέρια της κληρονόμου του Τεγόπουλου. Μάλλον δεν το κατάφερε πολύ καλά να πάρει αποστάσεις από πρακτικές που καταδίκασε ιδρυτικά...

Αντίστοιχοι εκβιασμοί γίνονται και από την πλευρά Μαξίμου προς το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, με τους Καραμανλικούς να απαντάνε πως "θα απαντήσουν με ονόματα και διευθύνσεις", σύμφωνα με το TheTOC. Σε πλήρη αντιστοιχία με το ΠΑΣΟΚ και την επιχειρούμενη αυτοκατάργηση του, στη ΝΔ υπάρχει μία συζήτηση (από το 2012) για την δημιουργία ενός νέου κόμματος από τον κ. Σαμαρά, γιατί όπως διαβάζαμε στο ΒΗΜΑ, ο κ. Σαμαράς "αναγνωρίζει στον εαυτό του τον πολιτικό ηγέτη που θα έχει τον κεντρικό και καθοριστικό ρόλο για να αλλάξει τα δεδομένα στον νέο πολικό χάρτη"· κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε έναν ηγέτη... κι αυτός. Είτε τον βλέπουν και άλλοι, όπως το κόμμα του, είτε όχι.

Τα προβλήματα μοιάζουν κοινά στα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα της μεταπολίτευσης, και αφορούν τις ηγεσίες τους και την νοοτροπία όσο και πολιτική πρακτική τους. Αυτή που χαίρει της εμπιστοσύνης μόνο του φίλιου τύπου και τηλεόρασης, και κανενός άλλου. Στο ΠΑΣΟΚ τα προβλήματα είναι εντονότερα, γιατί βρίσκεται στα πρόθυρα αφανισμού από τότε που εγκατέλειψε την κεντροαριστερά και ταυτίστηκε με τον κ. Σαμαρά, αφότου ο κ. Βενιζέλος πάτησε την μπανανόφλουδα που του πέταξε ο κ. Σαμαράς με την ΕΡΤ και εγκατέλειψε το κεντροαριστερό μπλοκ που είχε διαμορφωθεί με την ΔΗΜΑΡ, νομίζοντας ότι έτσι θα εξαφανιζόταν μόνο εκείνη από τον πολιτικό χάρτη, και όχι και ο ίδιος με το ΠΑΣΟΚ. Άλλη μία "πετυχημένη" πολιτική εκτίμηση του ανδρός...


Το σήμα που εκπέμπει αυτός ο κυβερνητικός ζόφος είναι ένα σήμα ανομίας, με χαρακτηριστικά χειραγώγησης εκλογικών διαδικασιών, εκτόξευσης εκβιασμών μέσα από δοτά πρωτοσέλιδα, και χαριστικών πράξεων στους λίγους και ισχυρούς - πρακτικές και νοοτροπίες μιας Ελλάδας που ελπίζαμε να αφήσουμε πίσω μας. Αυτό ήταν το μόνο κέρδος που μπορούσε να προκύψει από αυτή την κρίση· η φτωχοποίηση και οι δυσκολίες ήταν αναπόφευκτες. Η επανεκκίνηση της χώρας, η εμβάθυνσης της δημοκρατίας, η αποσύνδεση της δικαιοσύνης από τα κέντρα εξουσίας, η ανεξάρτητη λειτουργία των ΜΜΕ ήταν το ζητούμενο.

Αντί αυτών πάμε σε εκλογές με μαγειρέματα και εκβιασμούς, με πρωτοσέλιδες ανακοινώσεις για το ποιός έχει ποιόν "στο χέρι"... Θυμίστε μου σε ποιές "δημοκρατίες" γίνονται αυτά. Ποιά χώρα "ανακάμπτει" με τέτοιους όρους. Σε τί καθεστώτα επιλέγονται τέτοιες λειτουργίες.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ και του κ. Βενιζέλου τα πράγματα είναι σχετικά απλούστερα -αφού "η σφραγίδα" έχει ισοπεδωθεί με τις επιλογές του προέδρου του. Το ΠΑΣΟΚ υπάρχει, και εμμφανίζεται ισχυρότατο όπου παίρνει αποστάσεις από τον κ. Βενιζέλο - σε σωματειακές και άλλες εκλογές. Το ίδιο θα συμβεί και στις αυτοδιοικητικές, το αποτέλεσμα των οποίων θα αναδείξει τη διαφορά ΠΑΣΟΚ και ΠΑΣΟΚ Βενιζέλου (Ελιά). Ό,τι κι αν κάνει τότε ο φίλιος τύπος για να πιστώσει την επιτυχία στον πρόεδρο, οι επιτυχόντες θα λειτουργήσουν καταλυτικά για εξελίξεις. 

Με τη Νέα Δημοκρατία τα πράγματα θα είναι λίγο πιο δύσκολα λόγω κυβερνητισμού, αλλά με τα δείγματα που έχει δώσει ο κ. Σαμαράς μπορεί κάποιος να ελπίζει σε μία νέα ΕΡΤ, σε μία νέα αυταρχική κίνηση του ανθρώπου που κοιτάζει στον καθρέφτη του και βλέπει έναν ηγέτη, που θα ξεχειλίσει το ποτήρι εσωκομματικά. Το επόμενο διάστημα, μέχρι την ψήφιση του επόμενου προϋπολογισμού και μεσοπρόθεσμου, θα είναι αποφασιστικό για την χώρα. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Και λογικά δεν θα υπάρξουν και άλλα μαξιλαράκια, εσωτερικού ή εξωτερικού, για να ακουμπήσει αυτή η συγκυβέρνηση. 

25.4.14

Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς


“Έξαλλη” η Χαριλάου Τρικούπη με την συμμετοχή Παπανδρέου στη βιβλιοπαρουσίαση της Μαριλένας Κοππά, της Κοινοβουλευτικής Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ομάδας των Σοσιαλιστών (που τύπωσαν και το εν λόγω βιβλίο) για θέματα Άμυνας και Ασφάλειας, της Αντιπρόεδρου της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΕ - Τουρκίας, της ευρωβουλευτού και πανεπιστημιακού. Αυτής της άθλιας... 

Γιατί τόση οργή; Γιατί η κ. Κοππά συνεργάζεται πλέον με την ΔΗΜΑΡ, αφού για δύο χρόνια αγνοήθηκε συλλήβδην με την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, πλην Συλβάνας Ράπτη φυσικά, από το νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ; Μίας ομάδας που απαξιώθηκε όχι γιατί δεν απέδιδιε - κάθε άλλο - αλλά για να εξυπηρετηθούν μικροκομματικές επιδιώξεις του περιβάλλοντος Βενιζέλου. Αυτό έγινε τόσο με διαρροές παραπολιτικής ανοησίας, όσο και με τον αιφνιδιασμό στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όταν ο κ. Βενιζέλος άλλαξε βράδυ τους κανόνες εκλογής και συμμετοχής στα όργανα του κόμματος για να “καθαρίσει” το “υπόλοιπο” ΠΑΣΟΚ. 


Όπως βράδυ έγραψε και το δελτίο τύπου εναντίον του δημοψηφίσματος για να ανατρέψει αυτόν που σήμερα κακίζει γιατί δεν συμφωνεί με την αυτοκατάργηση του ΠΑΣΟΚ μέσω Ελιάς, γιατί “δεν σεβάστηκε το ανοιχτό μέτωπο Βενιζέλου εναντίον Κουβέλη”. 

Ποιό “μέτωπο”; Αυτό που δημιούργησε πάλι νύχτα ο κ. Βενιζέλος, όταν στο θέμα της ΕΡΤ έφυγε από το “ό,τι πει ο Φώτης” και πήγε στο “φάτε τον Φώτη”. Ο “δημοκρατικός πόλος¨στην κυβέρνηση έμεινε μισός, και η κυριαρχία των Μπαλτάκων ήταν πλέον ολοκληρωτική. Το “μέτωπο” που συνεχίστηκε με τις δήθεν ειλικρινείς προσκλήσεις προς τη ΔΗΜΑΡ για αφομοίωση της από ένα σχήμα που ήταν βέβαιο ότι θα αποτύχει, αυτό των “58”.

Όσο για τον ίδιο το Γιώργο Παπανδρέου, τον απαξίωσε με κάθε ευκαιρία, τόσο τον ίδιο, όσο και οι ιδέες του. Νόμος για την ιθαγένεια, Καλλικράτης, Διαύγεια, κλπ, ή απειλήθηκαν ή καταργήθηκαν αφότου ανέλαβε ο κ. Βενιζέλος. Τα στελέχη του (που εν πολλοίς πέτυχαν το 44% στις εκλογές του 2009) εκδιώχθηκαν, ενώ ο κ. Βενιζέλος ζήτησε το 2012 “συγνώμη” για τη διετία 2009-2011. Την συγνώμη αυτή, ακολούθησε η οικειοποίηση του έργου Παπανδρέου και των “κηπουρών” του, παρέα με τον κ. Σαμαρά και τους ακροδεξιούς του Μαξίμου.

Τί από όλα αυτά έπρεπε να “σεβαστεί” ο πρώην Πρωθυπουργός και να μην πάει στην βιβλιοπαρουσίαση μίας φίλης, παρουσία ενός φυσικού συμμάχου κάθε σώφρονα σοσιαλδημοκράτη, του κ. Κουβέλη. Την τρέλα του κ. Βενιζέλου να ταυτιστεί με τον κ. Σαμαρά και τις αντιδραστικές πολιτικές του οδηγώντας έτσι το ΠΑΣΟΚ στην αφάνεια, ή την πολιτική ανικανότητα του κ. Βενιζέλου να προσπεράσει το Εγώ του και να κάνει κάτι ωφέλιμο για τον χώρο και τους πολίτες;

Μπορεί κάποιος να πει με σιγουριά πως η μόνη επιτυχία του κ. Βενιζέλου αυτή τη διετία ήταν η πλήρης αποκοπή του από το "υπόλοιπο" ΠΑΣΟΚ. Τώρα γιατί είναι "έξαλλος"; Επειδή τα κατάφερε; "Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς", λέει ο λαός Ευάγγελε. Δικαιολογημένα τα νεύρα ενδεχομένως αλλά ψάξε αλλού για τις αιτίες, όπως και για το αποτέλεσμα του Μαΐου που έρχεται. Καθρέφτες υπάρχουν.

Ο κ. Βενιζέλος εξερχόμενος από το νοσοκομείο, μετά την περιπέτεια της υγείας του το Νοέμβριο του 2011... | πηγή Real.gr
ΥΓ: πόσοι έχετε μείνει εκεί στη "Χαριλάου Τρικούπη"; Πόσοι είναι αυτοί οι "έξαλλοι";

8.4.14

Η πραγματική αποκάλυψη Μπαλτάκου


Ο Τάκης Μπαλτάκος δεν ήταν μόνο ένας ακροδεξιός συνομιλητής στης Χρυσής Αυγής. Ήταν και ρεαλιστής. Και δυστυχώς η πολιτική του κρίση ήταν ορθότερη του Πρωθυπουργού που τον απέπεμψε.

Είχα αποφύγει να δω το βίντεο και να διαβάσω την αποδελτίωση του διαλόγου μέχρι σήμερα – δεν το χρειαζόμουν για να καταλάβω τον κ. Μπαλτάκο, ήξερα περί τίνος πρόκειται. Ήταν σχεδόν δεδομένο αφού ποτέ δεν πίστεψα την εικόνα που προσπάθησαν να χτίσουν για τον κ. Σαμαρά· όποιος είχε μάτια το έβλεπε στις ομιλίες του, στις πολιτικές του, στην επιλογή των προσώπων, και στον τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθεί. 

Δεν ζητάει καμία νομιμοποίηση των αποφάσεων του (όπως αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου, ενίοτε και της Βουλής), δεν πατάει στην Ώρα του Πρωθυπουργού να απαντήσει σε ερωτήσεις, δεν ενδιαφέρεται για κανενός είδους διαβούλευση (εκτός αν ο έτερος είναι η Gazprom…) και είναι αδίστακτος σε ό,τι αφορά την εικόνα του, και την εξυπηρέτηση των ιδεοληψιών που κουβαλάει – αυτών που μας φόρτωσαν ένα «Μακεδονικό» για πάνω από 20 χρόνια.

Ποιόν θα επέλεγε για Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης; Κάποιον με αρχές που βασίζονται στην αξία της ανθρώπινης ζωής ανεξαρτήτως φύλου/φυλής/καταγωγής/σεξουαλικότητας/θρησκείας/κλπ; Έναν υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας; Της ανοιχτής διακυβέρνησης και των κανόνων; Προφανώς και όχι. 

Αυτή ήταν, και παραμένει, η διαφωνία μου με όσους λένε συχνά-πυκνά «μη γκρινιάζεις – πάμε καλά». Επιμένω, και θα επιμένω στο διηνεκές, ότι μόνο δεινά θα φέρει η αποδοχή της πολιτικής Σαμαρά και του τρόπου διακυβέρνησης που ακολουθεί, αφού εδράζεται σε ό,τι πιο αντιδραστικό έχει να επιδείξει η ελληνική κοινωνία – ένας δρόμος που απέχει μακράν μίας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η αποδοχή, αν όχι ο εθισμός σε αυτή την αντίληψη, μας απομακρύνει από τον βασικό σκοπό της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της συγκρότησης μας σε κοινωνία πολιτών, με κοινές καθημερινές επιδιώξεις και προσδοκίες μακρυά από διχαστικά θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα.

Εδώ είναι που γίνεται ενδιαφέρουσα η συνομιλία Μπαλτάκου – Κασιδιάρη. Το σημαντικό δεν είναι το πόσο δεξιός είναι. Ούτε το πόσο κοντά βρίσκεται «στα παιδιά» της Χρυσής Αυγής. Αυτά ήταν γνωστά από το πρώτο εξάμηνο, όταν ο πρώτος παρέλαβε έκθεση για τα θύματα ρατσιστικής βίας και την πέταξε στα  μούτρα των συντακτών της.

Ο κ. Μπαλτάκος επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας, για παντελή έλλειψη στοιχείων  για τη δράση του φασιστικού μορφώματος, αφού δεν είχαν ασχοληθεί πραγματικά μαζί τους, και το γεγονός ότι αποφασίστηκε η δίωξη τους με καθαρά κομματικά κριτήρια. Για να μπορέσει ο κ. Σαμαράς να περάσει το κόμμα του μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα. 

Ως προς αυτό υπήρξε παρέμβαση δύο, επίσης ακροδεξιών αντιλήψεων, υπουργών στην δικαιοσύνη με στόχο την εκλογική επιτυχία του κόμματος τους. Κατ’ εντολή Σαμαρά, σύμφωνα με τον κ. Μπαλτάκο.

Κι εδώ είναι που ο αποπεμφθείς** φαίνεται να είναι σαφώς πιο ρεαλιστής του προϊστάμενου του, όταν λέει ότι μία δίωξη χωρίς στοιχεία θα πάει την ΧΑ στο 20%, όχι στο 2% που ήλπιζε ο «μεγαλοαστός». Όποιος νομίζει ότι ο ψηφοφόρος βάζει το θράσος και τον αυταρχισμό πάνω από τους θεσμούς θα βρεθεί προ εκπλήξεων. Το δυστύχημα είναι ότι το αποτέλεσμα θα το υποστούμε και οι υπόλοιποι, όταν εκείνος θα πάει σπίτι του για να ξαναχαζέψει το ταβάνι του για άλλα 20 χρόνια.

Το χειρότερο όλων, η πραγματική αποκάλυψη Μπαλτάκου, είναι αλλού. Όταν το πρωτοπαλίκαρο του ζητάει να πάει στον εισαγγελέα και να καταγγείλει τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, η απάντηση είναι ανατριχιαστική: «Με κυβέρνηση Σαμαρά θα το κάνω; Σε ποιον εισαγγελέα θα πάω;»

Αυτοί δεν είναι όροι εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης, και επ’ ουδενί δεν θα οδηγήσουν την χώρα μπροστά. Είτε βγούμε σε αγορές, είτε όχι. Δεν ήταν αυτό το ζητούμενο για την έξοδο από την κρίση, ούτε έχει ποτέ ανακάμψει χώρα με τέτοιους όρους. Κάθε μέρα παραμονής του κ. Σαμαρά (και του κ. Βενιζέλου που καμία αντίρρηση δεν έχει σε όλα αυτά – ο συνταγματολόγος!) στην εξουσία είναι μία μέρα οπισθοδρόμησης της χώρας σε εποχές που είχε αφήσει πίσω της. Δεν ξέρω και δεν θέλω να προτείνω ποια είναι η λύση σε ό,τι αφορά την επόμενη κάλπη, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτοί οι δύο. Και μέχρι να αποφασίσουν τα κόμματα τους να τους αποκαθηλώσουν, κάποιος πρέπει να τους δείξει ότι υπάρχει lesser evil από την καταβαράθρωση των θεσμών και, μαζί τους, της χώρας.

Δεν είναι ο Μπαλτάκος το θέμα της βιντεοσκοπημένης συνομιλίας – η χώρα υπό τον σημερινό Πρωθυπουργό είναι το πραγματικό πρόβλημα, και ζητάει άμεσα λύση.


________

** ΔΙΟΡΘΩΣΗ: ορθώς μου υπέδειξε η Τάνυα Γραμματικού, πως ο κ. Μπαλτάκος δεν αποπέμφθηκε αλλά "παραιτήθηκε" από το αξίωμα του. Δεν έκανε κάτι κακό δηλαδή, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, απλά διευκόλυνε, για λόγους επικοινωνίας...

6.4.14

Το κρυφτό της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση


Για αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι δεξιοί είναι οι Μητσοτάκηδες και οι Χατζιδάκηδες, οι Κουμουτσάκοι και οι Αβραμόπουλοι που επιμένουν στο μπλέηζερ με το χρυσό κουμπί γιατί το φόραγε ο παππούς τους. Συντηρητικοί που άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο δεν αποδέχονται εύκολα τις αλλαγές που χρειάζονται, ή τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία και προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το χθες.

Η ακροδεξιά είναι άλλο πράγμα. Είναι σετ ιδεών, που ξεκινάει από τον εθνικισμό που πλασάρουν ανοιχτά οι πρώην βουλευτές του ΛΆΟΣ, Βορίδης και Γεωργιάδης, συνεχίζει με νέες αφηγήσεις σαν αυτές του Χρύσανθου Λαζαρίδη, και καταλήγει σε κλείσιμο του ματιού στον Πρωθυπουργικό λόγο και ανθρώπους σαν τον Τάκη Μπαλτάκο σε κομβικές κυβερνητικές θέσεις και συμβούλους επιπέδου Κρανιδιώτη και Κοτούλα στο στενό κύκλο του Πρωθυπουργικού γραφείου.

Ο κ. Μπαλτάκος αποπέμφθηκε για να διατηρηθεί μία ψευδεπίγραφη εικόνα «κέντρου», όπως ακριβώς είχε διαγραφεί ο παιδιόθεν δεξιός κ. Χατζηγάκης όταν κατήγγειλε «Φιρφιρίκους» και «ακροδεξιά σταγονίδια» στο περιβάλλον Σαμαρά λίγο πριν την κυβέρνηση Παπαδήμου – το Νοέμβριο του 2011.

Ο Πρωθυπουργός μπορεί να δυσκολεύει όσο θέλει την δουλειά του κ. Μουρούτη στο πολιτικό spin της πραγματικότητας αλλά η πραγματικότητα είναι μία, όσα επεισόδια κι αν προσπερνάει με προθυμία το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου και η συμμαχία των προθύμων «αντικομουνιστών»· αυτών που εξισώσουν το ενδεχόμενο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με το τέλος της χώρας.

Τα λάθος αξιώματα εδώ είναι δύο: πρώτον, ότι υπάρχει ευρωπαϊκό μέλλον για χώρα που δεν σέβεται τα δικαιώματα και τους θεσμούς, πόσω μάλλον ότι μπροστά στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» επιβάλλεται η στρέβλωση. Και δεύτερον ότι ο κ. Σαμαράς είναι μονόδρομος στην αποφυγή του πρώτου – της εκλογικής επιτυχίας που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. 

Κι όμως, τα πράγματα είναι απλούστερα. Η απομάκρυνση του σημερινού Πρωθυπουργού, του περιβάλλοντος του, και της ανοχής(;) του στις ακροδεξιές ιδέες και αντιλήψεις μπορεί να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η εγχώρια παραγωγή για να ανεβάσει το ΑΕΠ και να μειώσει την ανεργία (δεν είναι λύση το κλείσιμο της ΕΡΤ, το Ελληνικό, και η χωρίς πραγματική εξυγίανση επιστροφή των τραπεζών στους ιδιώτες), και να ενισχύσει την δημοκρατία και τους θεσμούς.

Όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει αυτό το αυτονόητο, ας κοιτάξει λίγο στον καθρέφτη του · στα είκοσι δεύτερα θα ανακαλύψει την εξάρτηση του. Αν όχι, ας βγει σαν τον Άδωνι κι ας δηλώσει για αρχή «εθνικιστής». Το κρυφτούλι της ακροδεξιάς που ασπάζεται ο καθένας, ή καταπίνει για λόγους προσωπικής επιβίωσης, έχει κοντά ποδάρια που κόντυναν λίγο περισσότερο μετά το Baltakosgate. Τι κρίμα που δεν κόντυναν όταν ο κύριος αυτός δήλωνε, εκπροσωπώντας τον Πρωθυπουργό που τον τοποθέτησε αν όχι και τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης που τον αποδέχτηκε, πως «δεν τους ενδιαφέρουν τα ανθρώπινα δικαιώματα» και τα περιστατικά ρατσιστικής βίας. Ή όταν εκβίαζε την ΔΗΜΑΡ για συγκυβέρνηση με την Χρυσή Αυγή. Και τόσα άλλα – τα ξέρετε, μην κουράσω με τον κατάλογο· είναι μακρύς.  



1.4.14

Τράπεζες - μία πιο ψύχραιμη ματιά.

Η προχθεσινή μου αντίδραση (εδώ και εδώ) στην υπερψήφιση του άρθρου 2 για τις τράπεζες είχε ενδεχομένως τεχνικά λάθη, αλλά όχι πολιτικά· οφείλω να αναγνωρίσω το πρώτο, και να εξηγήσω το δεύτερο.

Είμαι υπέρμαχος του καπιταλισμού, ως το καλύτερο σύστημα που έχουμε μέχρι στιγμής για την αντιστάθμιση οικονομικών συμφερόντων μέσα σε μία κοινωνία, επιτρέποντας δυνητικά στους περισσότερους να δημιουργήσουν τις δουλειές και υπηρεσίες που θέλουν να προσφέρουν για προσωπική εκπλήρωση και οικονομικό κέρδος.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει τα δικά  του προβλήματα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτά που αντιμετωπίζουμε στη δική μας χώρα, σε επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας και οργάνωσης. 

Οι παγκόσμιες αγορές (από τις οποίες δανειζόμασταν πέρα από τις δυνατότητες μας) ήταν αυτές που μας ανάγκασαν να δούμε την πραγματικότητα της οικονομίας μας στον καθρέφτη το 2010. Και ναι, εκεί αφενός το παρασιτικό κομμάτι επιτέθηκε στη χώρα μέσα από τις αγορές, ενώ η συντηρητική Ευρώπη μας άφησε μόνους νομίζοντας ότι ήταν αποκλειστικά «ελληνικό» πρόβλημα, και ότι μπορούσε να μας δώσει ένα μάθημα υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο ελληνικός καπιταλισμός, όμως, μόνο καπιταλισμός ανοιχτού (δημιουργικού) τύπου δεν ήταν. Στην Ελλάδα, πήραμε την κυρίαρχη ιδέα πίσω από την συγκρότηση ενός κράτους, αυτή της προστασίας, και την ξεχειλώσαμε πέρα από κάθε λογική ισονομίας και ισοπολιτείας. Από τραπεζίτες και βιομήχανους μέχρι δημοτικούς αστυνομικούς, όλοι ζήτησαν και έλαβαν από το πολιτικό προσωπικό μία στρεβλή προστασία – ο καθένας με διαφορετική κλίμακα προσόδου φυσικά. Αλλά ο τρόπος ήταν λίγο-πολύ ο ίδιος: νομικά τερτίπια, τροπολογίες, «φίλοι» στα ΜΜΕ, εκβιασμοί και τελικά υποστήριξη στην κάλπη (άλλοι σε χρήμα, άλλοι σε σταυρούς) για την επανεκλογή όποιου διασφάλιζε... την «προστασία».

Προστασία που ζητήθηκε και δόθηκε απέναντι στον ανταγωνισμό, στην ελεύθερη αγορά εργασίας, στο ωράριο εργασίας, στους κανόνες. Όσο υπήρχαν αθρόα δανεικά, η ανισότητα αυτής της στρεβλής πρακτικής δεν ήταν ιδιαίτερα ορατή, αφού πετούσαμε δανεικά χρήματα πάνω από κάθε πρόβλημα. Ακόμα και όσοι πλήρωναν άδικο φορολογικά μερίδιο δεν αντιδρούσαν ιδιαίτερα αφού κάποια από τα δανεικά έφταναν τελικά και σε αυτούς μέσα από την αγοραστική δύναμη των υπολοίπων, εξασφαλίζοντας έτσι μία συμπόρευση στην πλασματική αύξηση εισοδήματος και ευημερίας. Αυτό τελείωσε απότομα το 2009· σχεδόν μέρες μετά τις τότε εκλογές.

 Η ισοπέδωση που ακολούθησε την επόμενη τετραετία είχε μία ευκαιρία: την αναδιάταξη του τοπίου με κανόνες λειτουργίας. Αυτό θα έκαναν οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, που θα μας πήγαιναν στο μέσο όρο λειτουργίας των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό δεν έγινε. Καταφέραμε να κάνουμε μία τεράστια μεταβίβαση ιδιωτικού πλούτου προς το δημόσιο ενώ παράλληλα δεν κάναμε τίποτα για να αλλάξουμε τις αιτίες του προβλήματος και να αποκαταστήσουμε τη λειτουργία του καπιταλισμού στη χώρα, ούτως ώστε να δοθεί εκ νέου η δυνατότητα ανάπτυξης καθενός μας μέσα σε ένα δικαιότερο – ως ανταγωνιστικό - πλαίσιο.

Ισοπεδώσαμε (κακώς) το κόστος εργασίας σε ό,τι αφορά τους μισθούς, αλλά διατηρήσαμε το αντίστοιχο κρατικό κόστος πάνω στην εργασία (ασφαλιστικό, γραφειοκρατία, κλπ). Ως ασφαλιστικό κόστος, εννοώ τα διαφορετικά ταμεία με διαφορετικούς όρους άνισης ασφάλισης και συνεισφοράς το καθένα, με κυρίαρχο λόγο ύπαρξης την συνέχιση της ανισότητας, της εσωτερικής γραφειοκρατίας και των θέσεων εργασίας που αυτή απαιτεί.

Μπορεί κάποιος να κοιτάξει κάθε τομέα της οικονομίας μας, και θα δει ότι οι πυρήνες του προβλήματος έχουν μείνει αλώβητοι. Σε αυτό το πλαίσιο είδαμε προχθές να υπερψηφίζεται η «ανάσταση» του ίδιου τραπεζικού συστήματος χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα. Τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα εκφράστηκαν οικονομικά (έκλεισαν κάποιες τράπεζες και συγχωνεύτηκαν άλλες στέλνοντας το λογαριασμό τους πολίτες) αλλά ούτε τα πρόσωπα άλλαξαν, ούτε αποτιμήθηκε το προηγούμενο καθεστώς πολιτικά, ούτε εφαρμόστηκε νέο πλαίσιο λειτουργίας. Το δε πολιτικό προσωπικό στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας συνεχίζει να ψεύδεται με δεκάρικους και αψιμαχίες από την Βουλή και τους τηλεοπτικούς δέκτες. Καμία αλλαγή κι εκεί.

Και έτσι φτάνουμε στο κλασικό ελληνικό: πρέπει πλέον να δοθούν πίσω οι μετοχές που πήρε το δημόσιο όταν έσωζε τράπεζες και τραπεζίτες, αλλά δεν έχει πάρει κανένα αντάλλαγμα σε επίπεδο εξυγίανσης του τραπεζικού τομέα. Η σχέση τραπεζών-κράτους μοιάζει προσωπική, τραπεζιτών-πολιτικών. Μπορεί τεχνικά να είναι απαραίτητο, αλλά πολιτικά είναι ανυπόφορο. Χίλιες φορές να φορτωνόμασταν ζημίες πάνω στα 50δισ., αλλά να εξασφαλίζαμε ένα υγιές, ανταγωνιστικό και άρα δίκαιο πλαίσιο λειτουργίας για το μέλλον. Όποιος θέλει ας υπερθεματίσει την υπερψήφιση αυτής της «λήξης» της περιπέτειας του τραπεζικού τομέα και των τραπεζικών, στη στρεβλή λογική του τί είναι βιώσιμο και «ρεαλιστικό» σε βάθος χρόνου, αλλά ας μας επιτρέψουν να έχουμε έστω διαφορετική άποψη· το ίδιο πλαίσιο, με τα ίδια πρόσωπα, θα φέρει τα ίδια δεινά ενώ θα διατηρήσει αλώβητα όλα τα προ-κρίσης.

Χαρείτε όσο θέλετε για «το τέλος της κρίσης», νικήσατε, αλλά μην κοροϊδευόμαστε για το πού ανήκει ο καθένας, και τί ήταν η προχθεσινή «νίκη». Και μην ξαναμιλήσετε για μεταρρύθμιση. Χαμένοι είμαστε, για μία ακόμη φορά, όχι τυφλοί.

Translate