26.1.16

«Άστε τα αυτά τώρα»

«Άστε τα αυτά τώρα» είναι η φράση που χρησιμοποιεί όποιος δε βολεύεται από τα γεγονότα μίας συζήτησης. 

Το συναντάς σε γενικές συζητήσεις για το πώς φτάσαμε στο πρώτο μνημόνιο:
- «Έφτασε ο κ. Καραμανλής το έλλειμμα στο 16%, με απόκρυψη στοιχείων και προσλήψεις ή όχι; Ποιό ΠΑΣΟΚ που (μόνο του) κατέστρεψε τη χώρα;» 
- «Άστα αυτά τώρα.»

Το συναντάς και σε ειδικότερες, με μικρότερο κοινό - σχεδόν εσωκομματικό:
- «Το ΠΑΣΟΚ ήταν πρώτο κόμμα το φθινόπωρο του 2011, μέχρι που ο κ. Βενιζέλος αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση Μπαρόζο για Πρωθυπουργό Παπαδήμο, έναν άνθρωπο με κατανόηση προς τον τραπεζικό τομέα. Όταν αποφάσισε να συμπράξει, για την απομάκρυνση Παπανδρέου από το Μαξίμου, με τον Μακεδονομάχο των Ζαππείων κ. Σαμαρά και με τον κ. Μπαρόζο που πέταγε πάνω από τους καμένους της Ηλείας, το 2007, με τον τότε Πρωθυπουργό Καραμανλή. Μαζί μοίραζαν τα τριχίλιαρα τότε, την ίδια ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την ηγεσία του απέκρυπτε τον ελληνικό εκτροχιασμό σε non-papers και άλλα παρακλητικά έγγραφα, προς τον κ. Αλογοσκούφη αρχικά, και τον βασιλιά της χαρτοπετσέτας κ. Παπαθανασίου, αργότερα».

Ξέρω, «άστα» κι αυτά...

Άσε αυτά, άσε εκείνα, άσε τα άλλα, όμως, και κάπως έτσι απομακρυνόμαστε κάθε μέρα από την πραγματικότητα, από τα λάθη που ζητούν καταλογισμό και διόρθωση, ενώ τοξικά πρόσωπα και λογικές παραμένουν κυρίαρχα στο πολιτικό σκηνικό, με την επιβίωση τους να εξαρτάται του «άστα αυτά τώρα». 

Δεν τίθεται θέμα φράξιας. Η ειλικρινής αποτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να είναι θέμα καμίας φράξιας, κανενός κόμματος και κανενός προσώπου. Εδώ θα ήταν πολύ χρήσιμη η δημοσιογραφία, αν λειτουργούσε, αν δεν είχε δεσμούς και εξαρτήσεις. Αν δεν μεροληπτούσε, ατομικά ή συντακτικά (η γραμμή του Μέσου/ιδιοκτήτη πάνω από την αλήθεια).



Ομοίως και σε συλλογικό επίπεδο. Είδαμε προχθές τον Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα σε ένα κρεσέντο ψεύδους, που κορυφώθηκε όταν απείλησε όσους τολμούν να έχουν άλλη ανάγνωση της θητείας του από εκείνον, όσους καταλογίζουν σε αυτόν τα 50 δισ. ευρώ κόστος στο κράτος από την «περήφανη διαπραγμάτευση» και δεν αποδέχονται το ασόβαρο και εκτός πραγματικότητας «ελαφρύναμε τον προϋπολογισμό κατά 20 δισ.» αναφερόμενος στα 20 δισ. που δε δανειστήκαμε για τις τράπεζες, τα οποία δεν περνάνε φυσικά από κανέναν προϋπολογισμό με την έννοια των μέτρων. Ο Πρωθυπουργός απάντησε έτσι σε όσους του καταλογίζουν ευθύνες για την απώλεια 25 δισ. από το κρατικό χαρτοφυλάκιο σε τραπεζικές μετοχές - αυτές που πήραμε για τα λεφτά που έχουμε ήδη δώσει! Τις μηδένισε! «Άστα κι αυτά»;

Η χώρα χρειάζεται κατεπειγόντως μία ένεση αλήθειας. Έναν ορό, που θα μπει στο σύστημα και θα το διατρέξει, από τα μικρά κόμματα που κάποτε κυβέρνησαν και μπορούν να φανούν πάλι χρήσιμα αν αυτοκαθαρθούν (με τα έμπειρα και καταρτισμένα στελέχη τους), μέχρι τα Μέσα και τους πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος. 

Μόνο έτσι θα υπάρξει λύση, μόνο έτσι θα υπάρξει επόμενη μέρα και συζήτηση πάνω σε προτάσεις. Όσο δεν το κάνουμε, θα συνεχίσουμε να αναλώνουμε το μέλλον μας, τα απογεύματα, στα δελτία των 8, ακούγοντας τι είπε ο ένας στον άλλον και τι έγραψε για αυτά ένας τρίτος, σε ένα παραπολιτικό γαϊτανάκι που έχει έναν και μοναδικό σκοπό: τη διατήρηση των προσώπων που πρωταγωνιστούν σε αυτό, των ειδικών σχέσεων και όσων μας έφτασαν εδώ. Γιατί τα γεγονότα για έναν τοξικό πολιτικό παίκτη, θα ήταν δηλητήριο. Θα τον αφάνιζαν.

19.1.16

Ο επίμονος κ. Βενιζέλος και τα μαθήματα της ΔΗΜΑΡ

Το λάθος του κ. Βενιζέλου έγινε πολλά χρόνια πριν, δεκαετίες, όταν έκατσε δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου χωρίς να μείνει πιστός στα ακλόνητα, μέχρι σήμερα, πιστεύω του. Δεν είχε, δεν έχει και δε θα έχει ποτέ σχέση με καμία αριστερά, με καμία σοσιαλδημοκρατία, με κανέναν προοδευτισμό. Το προσπάθησε, μίλησε για αυτά, αλλά δεν πείστηκε ποτέ ο ίδιος.

via FT/ Peter Spiegel
Η συμμαχία με τους Σαμαρά και Μπαρόζο για να σταματήσουν ένα ψύχραιμο δημοψήφισμα το Νοέμβριο του 2011 δεν ήταν μία άτιμη πράξη σε ό,τι τον αφορά. Αντιθέτως, ήταν μία «πράξη ευθύνης», μαζί με τους εκπροσώπους της ελληνικής και ευρωπαϊκής δεξιάς, προκειμένου να σταματήσει μία δημοκρατική διαδικασία βάσης. Μία ακόμα από όλες αυτές που πρότεινε κάθε τόσο ο διαχρονικός του αντίπαλος, Γιώργος Παπανδρέου, που μόνο οργή και αντίδραση του προκαλούσαν κάθε φορά. Επέμεινε στην ορθότητα ενός κοινοβουλευτικού εκβιασμού, που πρότεινε πίσω από κλειστές πόρτες, μία ζαριά με τη χώρα να κρέμεται από μία κλωστή το 2010, για ψήφιση του πρώτου Μνημονίου από 180 βουλευτές.

«Αν δεν ψήφιζε ο τότε αντιμνημονιακός Σαμαράς, στον ανεύθυνο δρόμο του για το γκουβέρνο, κ. Πρόεδρε»;
«Κακό του κεφαλιού του», απαντά ο κ. Βενιζέλος. Ο ίδιος θα επέπλεε. Τι κι αν ο λαός δε θα είχε φάρμακα ή τρόφιμα. «Ας πρόσεχαν». Οι άλλοι. «Εγώ, τα είπα» θα απαντούσε. Τι κι αν η επίκληση του Άρθρου 28 του Συντάγματος (§2) για την ψήφιση από 180 βουλευτές, έδωσε πάτημα σε πολλούς (από τη ΧΑ μέχρι τους Τσίπρα και Σαμαρά) να μιλήσουν για εκχώρηση Εθνικής Κυριαρχίας.


2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.


Κανένας συντηρητικός δεν εμπιστεύτηκε τη συμμετοχικότητα, την ανοιχτότητα, ή τελικά το λαό. Αντιθέτως, τον αντιμετώπιζε πάντα με δυσπιστία, καχυποψία και καμιά φορά έχθρα, ειδικά όταν «δεν τον καταλαβαίνει». Κανένας συντηρητικός δε δέχτηκε πως είναι δική του δουλειά να καταλαβαίνει και να υπηρετεί τον πολίτη και όχι το αντίστροφο. Πως το αντίστροφο δεν είναι προοδευτισμός, αλλά Λουδοβικισμός. Αριστοκρατία.

Κλειστές διαδικασίες, κονκλάβια, συναντήσεις «προέδρων» αντί υπουργικού συμβουλίου ή διαβούλευσης, Εκκλησία, Μπαλτάκοι να καθυβρίζουν όσους περνάνε τις μέρες τους να καταγράφουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας, τις δολοφονίες, που το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη στοίβαζε στο συρτάρι του υπουργού. Τριανταδύο ήταν οι στοιχειοθετημένες υποθέσεις, αλλά έπρεπε να δολοφονηθεί ο Φύσσας για να το ανοίξουν το ρημάδι. Έπρεπε να μας απειλήσει ο Γιούνκερ πως θα ακυρωθεί η Ελληνική Ευρωπαϊκή Προεδρία.

Το πρόβλημα έρχεται όταν με τέτοια μυαλά πας να κουμαντάρεις αριστερό καράβι. Όσο κι αν το βαφτίσεις «κεντροαριστερό», όσες «πρωτοβουλίες» και «κινήσεις» κι αν στήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις να χειραγωγήσεις την κοινή γνώμη με τα φίλια συντηρητικά Μέσα (αντί να την πάρεις μαζί σου τίμια, με σεβασμό στο τι έχει να πει - στο τι θέλει), όσο κι αν μαραζώσεις τα όργανα στο κόμμα σου, κάποια στιγμή, θα σε τουμπάρει. Θα σε ξεράσει. Θα πέσεις, όπως κι αν σκαρφάλωσες στην καρέκλα, καπετάνιε. Και θα μείνεις μόνος σου με το λοστρόμο - πιστό σκυλί στον έναν - να αναρωτιέσαι τι πήγε στραβά. Τι άλλο θέλουν οι αχάριστοι.

Η σοσιαλδημοκρατία ανήκει στην αριστερά Βαγγέλη. Είναι αριστερή. Όχι κομμουνιστική - να προλάβω τους βιαστικούς. Και η αριστερά, δεν είχε και δε θα έχει ποτέ τη σχέση που εσύ θρέφεις, για παράδειγμα, με την Εκκλησία ή τον Τύπο. Δεν τη σέβεσαι καν, δε δέχεσαι τις αρχές ή τις διαδικασίες της, τα πιστεύω και το μοντέλο ηγεσίας της. Πρόταγμα, είναι αυτό που προτάσσεις για να πείσεις. Δεν το επιβάλεις. Αυτά ανήκουν στους συντηρητικούς - στους κομμουνιστές και τους αριστοκράτες.

Η σοσιαλδημοκρατία, στην κρίση που περνά και εδώ που έφτασε, έχει μία επιλογή: να παραδοθεί στη βάση της για να την επαναπροσδιορίσει. Να την ανατάξει. Το μάθημα της ΔΗΜΑΡ, εδώ, είναι χρήσιμο. Όταν βρέθηκε το 2012 σε αντίστοιχο δίλημμα, μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης, όταν καλέστηκε να απαντήσει στο «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ», δεν είχε τίποτα να προτάξει. Δεν είχε τίποτα να πει. Και χάθηκε. Η σοσιαλδημοκρατία ή θα χαθεί, ή θα αναστηθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2016, με το ίδιο ερώτημα να τη σφυροκοπεί. Ή θα απαντήσει με το δικό της πρόταγμα, ή θα χαθεί στο δίπολο, ό,τι κι αν διαλέξει ανάμεσα στα δύο.

Κάποτε ήταν ο Τρίτος Δρόμος. Σήμερα ίσως ο Τέταρτος. Σίγουρα όμως δεν είναι κάποιος από τους άλλους δύο, Βαγγέλη. Όποιος θέλει έναν από τους δύο, θα τον διαλέξει - οι κολαούζοι δεν είναι χρήσιμοι σε κανέναν. Γι' αυτό δεν ψηφίζονται ποτέ.

Έχω αρχίσει να έχω ένα απεριόριστο σεβασμό για την επιμονή σου σε αυτό που ουδείς ήθελε εξαρχής, αυτό που ακόμα κι όταν το επέβαλες, έχασε. Καταψηφίστηκε.
Χαμογελάω με τα σχήματα που έφτιαξες, αυτά που μόλις πήγαν να αποκτήσουν δική τους πνοή, τα σκότωσες στο όνομα Σου.
Οικτίρω την προσπάθεια σου να τα δικαιώσεις σήμερα, να αποποιηθείς την εκτέλεσή τους πριν την κάλπη, όπου φάνηκε τι ήταν και γι'αυτό καταψηφίστηκαν.
Όπως οικτίρω και την αδυναμία σου να χωνέψεις όσα η Ιστορία, που τόσο χρησιμοποίησες στους λόγους σου, θα είχε να σου προσφέρει αν τη διάβαζες αντί να την τσιτώνεις για να σε χωρέσει.



Πάντα μόνος σου πήγαινες. Απάντα μόνος σου, λοιπόν, στο «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ» και προχώρα. Μόνος σου. Κι άσε το ξένο σώμα, την αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία και τη βάση στην ησυχία τους. Διόρθωσε το λάθος που έκανες τότε, όταν προσκολλήθηκες στον Αντρέα. Φύγε.

18.1.16

Μήπως ήρθε η ώρα να καταργήσουμε τα ταμεία ασφάλισης;

Το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ανταποδοτικό. Όσοι μιλούν για τη σύνταξή τους στη βάση όσων πλήρωσαν, είναι εκτός πραγματικότητας, όταν μόνο την τελευταία 15ετία, το κράτος έδωσε στο ασφαλιστικό πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ (δείτε τον πίνακα). Το ποσό ισοδυναμεί σχεδόν με το χρέος της χώρας σήμερα.

Η μη ανταποδοτικότητα του συστήματος, οι χαμηλές παροχές και συντάξεις για τους πολλούς, αποτέλεσαν κίνητρο στη μη-πληρωμή των εισφορών και την εισφοροδιαφυγή (μαύρη εργασία). Οι λίγοι ευνοημένοι είχαν κάθε κίνητρο να αντισταθούν σε κάθε μεταρρύθμιση του συστήματος, όπως και τη δύναμη να επηρεάσουν και να ξεσηκώσουν πλατιές μάζες εναντίον κάθε αλλαγή. Τη δύναμη που τους εξασφάλισε πολλές φορές τις υψηλές συντάξεις που εξασφάλισαν για εκείνους.

Το ασφαλιστικό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το πολιτικό σύστημα για την εξαγορά ψήφων. Από τις υψηλές συντάξεις και τα μπόνους των συνδικαλιστών και ειδικών ομάδων υψηλής επιρροής, μέχρι τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και το κλείσιμο του ματιού στη μαύρη εργασία που ακολουθούσε την πρόωρη συνταξιοδότηση. Έτσι ο απλός πολίτης ενώ χρηματοδοτούσε τη ζωή ενός νέου ανθρώπου για 30 ή 40 χρόνια ζωής μέσα από την πρόωρη σύνταξη, ανταγωνιζόταν ακριβώς τον ίδιο «συνταξιούχο» στην αγορά εργασίας, δηλαδή κάποιον που δεν είχε κίνητρο πια να απαιτήσει ένσημα, ή ΦΠΑ για παροχή υπηρεσιών (π.χ. λογιστές), αφού δεν είχε πια βιβλία, γεγονός που τον καθιστούσε ελκυστικότερο στον εκάστοτε εργοδότη.

Το παζλ του προβλήματος ολοκληρώνεται με ένα τελευταίο κομμάτι, αυτό του κόστους διαχείρισης του συστήματος που ανέρχεται ετησίως σε κάποια δισεκατομμύρια ευρώ, μπορεί και πέντε, από τα 14 δισεκατομμύρια που συμπληρώνει ετησίως το κράτος στο σύστημα.

Υπάρχουν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, κωδικοί εισφορών και μυριάδες υπουργικών αποφάσεων και νόμων, βάσει των οποίων πρέπει να προκύψουν καλύψεις υγείας και να βγουν συντάξεις μετά από εκατοντάδες ανθρωποώρες επεξεργασίας και ταλαιπωρίας για όλους: ασφαλισμένους και υπαλλήλους.
Κάποιες από τις προβλέψεις έχουν θεσπιστεί δικαίως, όπως αυτές που αφορούν τα βαρέα και ανθυγιεινά. Οι περισσότερες, όμως, κρύβουν διαχρονικές εξυπηρετήσεις στις διαχρονικές σχέσεις πολιτικού συστήματος και πολιτών.


Αυτή η πολυπλοκότητα κάνει το σύστημα αργό, αδιαφανές, γραφειοκρατικό και ως εκ τούτου, ακριβό. Ακριβό στο κόστος λειτουργίας του, ακριβό στα μεροκάματα που χάνονται στα γκισέ, ακριβό στο κόστος στις επιχειρήσεις και τέλος αντιαναπτυξιακό αντικίνητρο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σήμερα, με ενάμιση εκατομμύριο ανέργων το σύστημα δεν μπορεί να γίνει ανταποδοτικό - δεν μπορεί να συνδεθεί η σύνταξη και οι παροχές υγείας με τις εισφορές και τα ένσημα, ενώ οι άνεργοι, οι άποροι και οι ανασφάλιστοι καλύπτονται (σχεδόν) δωρεάν από το ΕΣΥ. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε την πλάτη σε όσους ατύχησαν από την ελληνική κατάρρευση, και καλώς δε θα το κάνουμε.


Οπότε προκύπτει μία ερώτηση:

Σε τι χρησιμεύει τελικά όλο αυτό το Λεβιάθαν; Τι θα γινόταν αν το κλείναμε, αν καταργούσαμε; Αν αντί να κόβουμε συντάξεις για να βρούμε το 1,8 δισ. που απαιτεί το κουαρτέτο, η εξοικονόμηση ερχόταν από το κόστος διαχείρισης του ασφαλιστικού: κτήρια (νοίκια, συντηρήσεις, ασφάλεια, καθαρισμοί κλπ), τις ανθρωποώρες για την επεξεργασία των στοιχείων που απαιτεί χωρίς ανταπόδοση, τον επιπλέον μηχανισμό είσπραξης και απόδοσης, τις ειδικές προβλέψεις και παροχές;

Αν οι συντάξεις είναι τελικά κρατικές, αφού δεν λειτουργεί ανταποδοτικά συνδέοντας εισφορές με παροχές, ενώ τα ένσημα και οι εισφορές είναι απλά ένα είδος φορολόγησης τελικά, γιατί δεν ενσωματώνονται στη φορολόγηση; Γιατί έχουμε έναν επιπλέον μηχανισμό πληρωμών και εισπράξεων και μάλιστα τόσο κοστοβόρο, αδιαφανή και άδικο;

Αν ποτέ βγούμε από αυτή την κρίση και φτάσουμε σε επίπεδα διαβίωσης που να δικαιολογούν ή να επιτρέπουν ένα ανταποδοτικό σύστημα που θα λειτουργεί παράλληλα από το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, το συζητάμε να έχουμε όλο αυτό το μηχανισμό. Κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να συμβεί τα επόμενα 20 χρόνια.

Μήπως τελικά το ασφαλιστικό σύστημα είναι ένας Γόρδιος Δεσμός, που ουδείς ειδικός ή «ειδικός» θα καταφέρει να λύσει ποτέ; Μήπως ήρθε η ώρα να το «κόψουμε»; Μήπως αυτός ο μηχανισμός επιδοματικής πολιτικής έχει καταντήσει να κοστίζει περισσότερο από τα επιδόματα που επιχειρεί να διανέμει μέσα από ένα λαβύρινθο που ούτε μετριέται, ούτε αποδίδει;


Η πρόταση είναι απλή:

- ένα κεντρικό σύστημα υπολογισμού συντάξεων που θα αντικαταστήσει όλα τα ταμεία.

- μία φόρμα για όλους, με λίγες ερωτήσεις που απαντώνται ηλεκτρονικά, όπου θα δηλώνονται: επάγγελμα, ηλικία, χρόνια εργασίας, εισφορές, κατάσταση υγείας, ένσημα και εξαρτώμενα μέλη.

- σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα και είσπραξη τους από τις εφορίες.

- εθνική σύνταξη με μεταβατικές διατάξεις για τις υψηλές συντάξεις.

- κάλυψη των παροχών υγείας από το ΕΣΥ.

- κινητικότητα των εργαζόμενων στα πρώην ταμεία στο δημόσιο.



Ας το ονοματίσουμε Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης, αν αυτό εξυπηρετεί τις πολιτικές μας σκοπιμότητες και καθησυχάσει τις αντιδράσεις, αρκεί οι εισφορές να είναι συνδεδεμένες στο εισόδημα και όχι την ιδεοληψία ή τα κεκτημένα, ενώ οι υπηρεσίες απόδοσης και είσπραξης θα περνούν μέσα από τον εισπρακτικό μηχανισμό που ήδη έχουμε - αυτόν των εφοριών.

14.1.16

«Κεντροαριστερά» τέλος

Ο όρος «κεντροαριστερά», ήταν ένα εύρημα, μηντιακό και πολιτικό, χωρίς σαφές αντίκρυσμα. Χαριτολογώντας, μπορούμε να πούμε πως ήταν ένα εύρημα του Νίκου Μπίστη, για να ονοματίσει τις ‘πρωτοβουλίες’ που σκάρωνε με τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Πρωτοβουλίες που λίγο μπορούσαν να διαχωριστούν πολιτικά από τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό» του Αντώνη Σαμαρά, αν εξαιρέσει κανείς τα πρόσωπα και την προέλευση τους. Ίσως να είχε αναφερθεί κάποτε στον όρο και ο Κώστας Σημίτης, όταν θέλησε να προσελκύσει κεντροδεξιούς στο ΠΑΣΟΚ, για να απενοχοποιήσει το εγχείρημα. Ουδέποτε το έκανε κυρίαρχο όμως. Με σοσιαλδημοκρατία κατέβηκε στις εκλογές.

Η αναγωγή της «κεντροαριστεράς» σε κεντρικό αφήγημα, σε μία κοινωνία που έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, ήταν άστοχη όσο και θνησιγενής. Στα τρία χρόνια που πέρασαν δεν κατάφερε να αποκτήσει διακύβευμα, ιδεολογικό κορμό, πολιτικό πρόσημο ή κατεύθυνση· ούτε καν αξιοπρεπές λήμμα στη wikipedia. Δεν μπορεί να οριστεί. Παρέμεινε ένας χυλός, προκειμένου να συνυπάρξουν οι κεντροδεξιοί που ντρέπονταν τη δεξιά του Αντώνη Σαμαρά, με τους δεξιόστροφους και τους (με κάθε θυσία και κάθε κυβέρνηση) κυβερνητικούς του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, κάτω από ένα θολό αφήγημα περί σταθερότητας και ευρωπαϊσμού που (ορθώς) σήμαινε λίγα στο χειμαζόμενο πολίτη, αφού δε σχημάτισε ποτέ πρόταση, ενώ παράλληλα εγκατέλειψε τη σοσιαλδημοκρατία, τα δικαιώματα και τον πολίτη.


Αυτή η «κεντροαριστερά» δεν είχε ούτε μία νίκη, ούτε μία καλή καταγραφή δυνάμεων, από τις εθνικές εκλογές του 2012 που πρωτοεμφανίστηκε, μέχρι το δημοψήφισμα του 2015 και τις ακόλουθες εθνικές εκλογές, αυτές που έγιναν με τις τράπεζες κλειστές και την άγρια φορολόγηση σε απόσταση αναπνοής. Η δε ύβρις, ο σηκωμένος δείκτης στο χέρι μέρους όσων καταψηφίζονταν σε κάθε αναμέτρηση, έκανε τα πράγματα χειρότερα δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη απόσταση από τον ψηφοφόρο που είχε τον απλό συλλογισμό: «και με έχει προδώσει ο πολιτικός κόσμος, και δεν έχει πρόταση, και με μαλώνει;»

Λίγοι αμετανόητοι θα επιχειρήσουν για μία ακόμη φορά, βρίσκοντας πρόσωπα «κοινής αποδοχής» που θα τα μαστιγώνουν με την αρθρογραφία τους στα ΜΜΕ, αλλά ο εκάστοτε Αστραχάν δε θα μετατρέπεται σε καθαρόαιμο. Μόνο θα μελανιάζει.

Η εκλογή Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία πιθανότατα δε θα τους βοηθήσει, αλλά αντιθέτως, θα βάλει ένα τέλος σε κάθε τέτοια προσπάθεια. Η χώρα έχει πάλι κεντροδεξιά και όσοι επιθυμούν να την ψηφίσουν θα το κάνουν ψηφίζοντας τη Νέα Δημοκρατία. Ό,τι κι αν πουν οι εκτός του χώρου για τον Άδωνη ή όποιον άλλον. Η κεντροδεξιά, αντιθέτως με την κεντροαριστερά, υφίσταται εδώ και δεκαετίες και ψηφίζεται, ακόμα και με το  Δ21 στο τιμόνι της. Πόσω μάλλον υπό έναν αληθινό μετριοπαθή

Έχει τον δικό της πολιτικό λόγο, έχει τις δικές της γκρίζες περιοχές, στις οποίες ο κ. Μητσοτάκης θα θριαμβεύσει προβάλλοντας ένα φρέσκο αφήγημα που θα συνοδεύσει το φρέσκο πρόσωπο, έχει ψηφοφόρους. Η κεντροδεξιά κάτω από μία προβιά κεντροαριστεράς δεν περπάτησε και δεν θα περπατήσει, ειδικά τώρα. 

Μετά τις πρωτοβουλίες του Ευάγγελου Βενιζέλου & co, το επόμενο θύμα της εκλογής Μητσοτάκη στη ΝΔ θα είναι Το Ποτάμι. Ο μεταρρυθμιστικός τους λόγος θα υπάρξει μόνο ως μία καλή προσθήκη στη ΝΔ, είτε κατέβουν μαζί στις επόμενες εθνικές εκλογές, είτε όχι. Αν κατέβει μόνο του σε πολωμένο κλίμα, κινδυνεύει να έχει την τύχη της Δράσης προ Σκυλακάκη (η μετά-Σκυλακάκη ενσωματώθηκε ήδη, μερικές ώρες μετά το αποτέλεσμα, σαν έτοιμη από καιρό). Μόνη του ελπίδα αυθυπαρξίας, η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη να καταλήξει «μία από τα ίδια».

Η σοσιαλδημοκρατία, όμως, απέναντι σε μία κυβερνώσα αριστερά που δεν  γνωρίζει πού πατάει και πού βρίσκεται, έχει πεδίο διεκδίκησης  έχει ρόλο, ιδέες, εμπειρία και διακύβευμα. Αν σταματήσει να ντρέπεται για αυτό που είναι, θα πάψει να είναι «κεντροαριστερά». 

Αρκεί να παραδεχτεί λάθη του παρελθόντος, να υποδεχτεί τη σημαντική κληρονομιά που έχει, όπως και τα χαρακτηριστικά αυτής της κληρονομιάς, να διαβάσει και να χωνέψει χωρίς αυτολύπηση την τίμια εμπειρία του 2009-2012 και να απολογηθεί για την οπισθοχώρηση του 2012-2015. 

Να μιλήσει από τη βάση του πολιτικού φιλελευθερισμού και της αριστεράς με το δικό της τρόπο, από τη βάση, με τη βάση, για τη βάση. Συμμαχίες και επικολλήσεις κορυφής θα είναι καιροσκοπικές και ψευδεπίγραφες, θα είναι «κεντροαριστερά». Αν θέλει να προσπεράσει τη λύση που θα προσφέρει σε πολλούς η επιλογή Μητσοτάκη στην κάλπη, αν θέλει να βγει μπροστά σε θέματα που αγγίζουν τις αξίες και το όραμα της.



Όσοι συνυπήρξαν με ευκολία (ή σχετική δυσκολία) με τη ΝΔ του κ. Σαμαρά, δεν πρέπει να έχουν κανένα πρόβλημα ακόμα και να ενταχθούν στη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Μερικοί το έκαναν ήδη, προκειμένου να τον ψηφίσουν, και καλά έπραξαν. Τα κατηγορητήρια που τους απευθύνονται είναι ανιστόρητα, αν όχι υποκριτικά. Στο χώρο του κέντρου πάντα υπήρχαν μετακινήσεις. Όποιος τα κατάφερνε, πλειοψηφούσε και έπαιρνε το γκουβέρνο. 

Κάπου διάβασα να γίνεται σύγκριση Μητσοτάκη με το Σημίτη. Με το παραπάνω σκεπτικό, δεν τη βρίσκω άδικη. Υπήρξαν αντίστροφες μετακινήσεις όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ. Για τα υπόλοιπα θα πρέπει να περιμένουμε. Η εντύπωση μου είναι πως η ΝΔ, σαν μηχανισμός, θα αντισταθεί σθεναρά σε κάθε αλλαγή που θα την απομακρύνει από τον πελατειασμό και τη συντήρηση. Κι εδώ θα προκύψει η ανάγκη για μια ικανή σοσιαλδημοκρατία, στα πρότυπα 2009-2012. Με όραμα, προγραμματικό λόγο, εμπειρία και ολοκληρωμένη πρόταση.

Το πολιτικό σύστημα μοιάζει να ανακτά τους πόλους του. Αν τα καταφέρει, η ανίκανη και εθνολαϊκιστική, συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου θα είναι σύντομα παρελθόν, ενώ στις μεθεπόμενες εκλογές, ίσως να έχει αναγεννηθεί σε ιδέες και πρόσωπα.

11.1.16

Ποιοί ηττήθηκαν στις εσωκομματικές της ΝΔ


Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να θυμάται ποιοί ηττήθηκαν και ως συνέπεια, τι του ζητήθηκε από το ήδη διευρυμένο εκλογικό σώμα της Νέας Δημοκρατίας. Αν όχι, θα ακολουθήσει την πορεία των προκατόχων του. Της εξάρτησης από την καμαρίλα των μηχανισμών, της ανυποληψίας λόγω μη τήρησης των υποσχεθέντων και τελικά της εκλογικής ήττας.



Εχθές ηττήθηκε η Λαϊκή Δεξιά του Γιάννη Μανώλη που έκανε καταλήψεις, μαζί με τον κ. Τσίπρα, το 2010 στο δήμο της Αθήνας για να παραμείνουν οι συμβασιούχοι που είχαν προσλάβει με αδιαφάνεια και διατήρησαν μετά τη λήξη των συμβάσεων με όρους ομηρίας. Η Λαϊκή Δεξιά που καταδίκαζε συνδικαλιστικά κάθε αλλαγή που έθιγε κακώς κείμενα, από τα ταξί μέχρι τον Καλλικράτη και τον εξορθολογισμό και εξοικονομήσεις που έφερε.

Ηττήθηκε ο «Καραμανλισμός», όπως τον εννοούν οι πρώην υπουργοί και νυν «κύκλοι» του κ. Κώστα Καραμανλή, αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να αποκρύψουν τα πραγματικά στοιχεία της οικονομίας διασύροντας μας με αυτό που αποκαλείται διεθνώς greek statistics. Από τον κ. Στυλιανίδη που είδε επί Τσίπρα την επαναπρόσληψη των συντοπιτών του στην Αττικό Μετρό, μέχρι τον κ. Κουμουτσάκο που ακόμα και σήμερα αρνείται το έλλειμμα που παρέδωσαν ως κυβέρνηση.

Ηττήθηκαν οι εθνικιστές και όσοι αισθάνονται δικαιολογημένη ή φυσική την συγγένεια και τα «χάδια» με τους ακροδεξιούς, όσο κι αν διαφωνούσαν δημόσια με τις πράξεις τους. Αυτοί που έπρεπε να απειληθεί η χώρα με απώλεια της Ευρωπαϊκής Προεδρίας και να δολοφονηθεί ένας ημεδαπός, ο Παύλος Φύσσας, για να κινηθούν ενάντια στη ρατσιστική βία και τη Χρυσή Αυγή.

Ο κ. Μητσοτάκης νίκησε τις εσωκομματικές εκλογές τοποθετούμενος ανοιχτά ενάντια σε όλα αυτά, όπως έκανε και για την εκλογή του κ. Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας επειδή υπέκυψε στον πελατειασμό και είναι αντιδυτικός: 

«Δεν έχω πειστεί, μέσα από την πολιτική του διαδρομή, ότι είναι ο πιο κατάλληλος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τρεις λόγους: Δεν  αντιστάθηκε στις “σειρήνες” του πελατειακού κράτους, χειρίστηκε με ανεπάρκεια μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, το Δεκέμβριο του 2008, και τέλος δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στη ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που εγώ θα επιθυμούσα». 


Αυτή του η δήλωση ίσως είναι και η καλύτερη σύνοψη του τι υπερψηφίστηκε εχθές. Υπερψηφίστηκε μιλώντας καθαρά, χωρίς στρογγυλέματα στο λόγο, στο τι αντιπροσώπευε ως επιλογή το απόλυτο underdog αυτής της διαδικασίας. Κι εδώ κρύβεται και το μάθημα για τον πόλο που καταποντίστηκε όταν συνθηκολόγησε με αυτές τις δυνάμεις εν μέσω κρίσης, της σοσιαλδημοκρατίας, όταν συμβιβάστηκε με όλα αυτά πετώντας την ευθύνη στον λαό. Λες και ήταν δική του ευθύνη να κατεβάσει μία καθαρή (αντι)πρόταση και να ζητήσει την ψήφο με ειλικρίνεια.

Όσο ο κ. Μητσοτάκης θυμάται τα παραπάνω, είτε ωφελιμιστικά λαμβάνοντας υπόψη του τη μοίρα της σοσιαλδημοκρατίας όταν αλλαξοπίστησε, είτε εθνικά και υπεύθυνα, θα είναι μία θετική παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας και θα αποτελεί μία εναλλακτική στον κ. Τσίπρα και τους συμμάχούς του, στον αντιδυτισμό, τον ευρωσκεπτικισμό, το λαϊκισμό και τον πελατειασμό.



σχετικά:

6.1.16

Οι εύκολες γενικεύσεις δεν ανήκουν στη Δύση


Η είδηση από την Κολωνία λέει πως στους υπαίθριους εορτασμούς για την Πρωτοχρονιά, υπήρξαν φαινόμενα χουλιγκανισμού (riot), όπου ακραία μεθυσμένοι αλλοδαποί έστρεψαν πυροτεχνήματα προς το συγκεντρωμένο πλήθος, ενώ αναφέρθηκαν κλοπές, δεκάδες σεξουαλικές παρενοχλήσεις και ένας βιασμός. 

Η σεξουαλική βία κατά των γυναικών δεν είναι πρωτοφανής, τόσο στη Δύση όσο και στον Τρίτο Κόσμο. Όπως δεν είναι και η άποψη των μεν για τους δε και τούμπαλιν, πως οι γυναίκες «των άλλων» είναι πουτάνες, ή ζώα. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στη Δύση που θεωρούν πως η βία, σεξουαλική ή μη, είναι δίκαιη απάντηση σε πολιτικά πιστεύω. Η νυν δήμαρχος της Κολωνίας, μαχαιρώθηκε ενώ μοίραζε λουλούδια σε προεκλογική της εκδήλωση, γιατί ήταν υπέρμαχη των δικαιωμάτων των μεταναστών. Υπάρχουν ασφαλείς γενικεύσεις εδώ; Θα πούμε πως «οι Γερμανοί είναι Ναζί»; Σίγουρα όχι. 

Αυτά προτού θυμηθούμε τον σεξοτουρισμό στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα κυκλώματα παιδοφιλίας, ή τους βιασμούς με δράστες μέλη δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων εκδημοκρατισμού και απελευθέρωσης στο Ιράκ και αλλού.

Στα επεισόδια της Κολωνίας ουδείς ξέρει την ταυτότητα ή τον αριθμό των δραστών για την ώρα, πλην της φυλετικής καταγωγής: δεν ήταν Ευρωπαίοι. Ήταν μετανάστες που ήρθαν πρόσφατα; Ήταν εργάτες; Ανήκουν σε κάποια ομάδα; Και πόσοι από τις εκατοντάδες παρευρισκομένων συμμετείχαν; Πέντε; Δέκα; Εκατό; Όλοι (δύσκολο); Άγνωστο. Η όποια σύνδεση του με το μεταναστευτικό/προσφυγικό αυτή την ώρα είναι ένδειξη προκατάληψης· δεν αποτελεί λογικό συμπέρασμα.

Το μόνο λογικό συμπέρασμα με βάση τα δικά μας ήθη και πολιτισμό, είναι πως η επίθεση μεθυσμένων μη-Ευρωπαίων σε όσους γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά δεν προσφέρεται για εκμετάλλευση στη βάση της πολιτισμικής διαφοράς - αυτής που υποκρύπτει φόβο ή ρατσισμό. Ούτε έχει εύκολη λύση. Πόσω μάλλον αποφάσεις για τη στάση που πρέπει να κρατήσουμε για τη μεταναστευτική κρίση των εκατομμυρίων (κυρίως αστών μεσαίας τάξης - νοικοκυραίων) που διέφυγαν και συνεχίζουν να διαφεύγουν ακριβώς αυτών των συνθηκών βίας και ανομίας στη χώρα τους, επιλέγοντας την έννομη τάξη, τον πολιτισμό και τη δημοκρατία της Δύσης. 

Της Δύσης που πρώτα κοιτάζει τα γεγονότα και τα στοιχεία και μετά δρα για να επιλύσει, αντί να αναζητήσει την όξυνση και την φυλετική πόλωση με ανυπόστατους ισχυρισμούς βασισμένους στο φόβο ή το μίσος.

Translate