Οι δηλώσεις Σαμαρά για το μακελειό στο Παρίσι, το χτύπημα στην ελευθερία της γνώμης, δείχνουν την απόστασή του από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις αξίες του και όσα χτίστηκαν πάνω του με πρώτη την ταπεινότητα αντί για αμετροέπεια μπροστά στο αίμα θυμάτων φανατικών.
Η πολιτική της οπισθοδρόμησης διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης, είτε μιλάμε για τους δικούς της Σκοτεινούς Χρόνους, είτε για τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες του Μεσοπολέμου ή για τη σύγχρονη απειλή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ό,τι πιο σκοταδιστικό έχει να δείξει η ήπειρος σε επίπεδο ηγεσίας, στην αναβίωση αντιλήψεων που την έχουν σημαδέψει, αφού κανείς άλλος δεν τόλμησε να κάνει τόσο ακραίες συνδέσεις. Όλα ερμηνεύονται μέσα από το δόγμα, και ενσωματώνονται στη ρητορική της πόλωσης, της αντιπαράθεσης και ενίοτε του μίσους. Λείπει το αίμα, αλλά δεν έλειψε η ανοχή σε αυτό (μέχρι τη δολοφονία Φύσσα και τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινότητας για να ξεθαφτούν, αρχικά, 32 επιθέσεις ρατσιστικής βίας).
“Σταυροφόροι”, με τις δηλώσεις τους, οι Γεωργιάδης, Κρανιδιώτης και Μουρούτης.
Την ώρα που όλα τα ευρωπαϊκά κανάλια έσπευσαν να γεμίσουν τις οθόνες των τηλεθεατών τους από μουσουλμάνους που καταδίκαζαν την επίθεση, ο Έλληνας πρωθυπουργός προχώρησε σε μία δήλωση που έκανε πρακτικά αδύνατη την εμφάνιση αντίστοιχων εκπροσώπων εδώ. Βάφτισε όποιον δεν έχει χαρτιά “λαθραίο” (την ώρα που δεν επιτρέπεται, με δική του ευθύνη, να έχει χαρτιά κάποιος ακόμα κι αν έχει γεννηθεί εδώ), ενώ ταύτισε τον πρόσφυγα-μετανάστη που έφυγε από την πατρίδα του για να ξεφύγει από το θρησκευτικό φασισμό με το βασανιστή του.
Προσπερνάμε το ζήτημα του εξευτελισμού εντός Ευρώπης, της εκπροσώπησης μας από έναν ακροδεξιό χριστιανό φονταμενταλιστή, και πάμε στην ουσία: η όποια περαιτέρω ανοχή μας στο φαινόμενο Σαμαρά σε καιρό εκλογών μας καθιστά συνένοχους. Δεν υπάρχει “ναι μεν αλλά” εδώ. Δεν υπάρχει οικονομία χωρίς ευρωπαϊκό πολιτικό κεκτημένο και δημοκρατία, και ο σημερινός πρωθυπουργός δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει.
Η μόνη ελπίδα είναι να το καταλάβει ο μέσος ψηφοφόρος - όχι από καθωσπρεπισμό γιατί “μας έκανε ρεζίλι”, αλλά για την πολιτική του διάσταση, το πού μας οδηγεί, και σε τι συμφωνούν υπερψηφίζοντας αυτή την πολιτική στάση και τη δηλητηριώδη ρητορική της. Κανείς δεν μπορεί πια να πει “δεν ήξερα”. Μόνο “δεν ήθελα να ξέρω”, αλλά θα είναι αργά.