Η πραγματιστική επιλογή της υπερψήφισης της μη-χείριστης λύσης τη στιγμή της κάλπης, δεν είναι κατακριτέα. Η έλλειψη φιλοδοξίας για κάτι καλύτερο, όμως, από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι απλά κατακριτέα, αλλά καταδικαστέα.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι μοναδικά - δεν είμαστε η εξαίρεση. Η διαφορά μας έγκειται στην ένταση με την οποία τα βιώνουμε, ελλείψει θεσμικής επάρκειας και σεβασμού στο ρόλο του θεσμικού πλαισίου, στους κανόνες.
Πολιτευτές, πολιτικολογούντες και δημοσιογράφοι, σε ένα κλίμα «ρεαλισμού» αποδέχονται κάθε παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της πολιτείας με την ίδια ευκολία που υστεριάζουν για παρανυχίδες όταν το απαιτεί το μικροκομματικό όφελος. Το αποτέλεσμα είναι πως τα πραγματικά προβλήματα δεν συζητούνται, αλλά αποκρύπτονται, τροφοδοτώντας και διαιωνίζοντας τα. Σαν πρακτική, ανάγεται σε ύβρη, όταν το ανάθεμα μεταβιβάζεται στην κοινωνία και τους πολίτες, γιατί «αυτοί είμαστε». Γιατί «αυτά θέλει ο λαός».
Τι θέλει ο λαός; Φορολογική ανισότητα; Διαλυμένη υγεία και παιδεία; Συντάξεις πείνας για να διατηρούνται περιττές δομές στο δημόσιο, με πρώτη τον ίδιο τον πανάκριβο μηχανισμό απόδοσης συντάξεων; Τη γραφειοκρατία που δημιουργείται για να καθιστά την «σωτήρια παρέμβαση» κάποιου πολιτευτή απαραίτητη; Την ανελευθερία που επιβάλλεται μέσα από στρεβλώσεις, χάριν εργατολόγων, λογιστών, μηχανικών και δικηγόρων; Την αδιαφάνεια στο πού πάνε οι φόροι και τα έσοδα του κράτους; Τη μη-αξιολόγηση στο δημόσιο και κομματικές προαγωγές ή προσλήψεις;
Όλα αυτά αποτελούν επιλογές «του λαού», ή αποτυχίες, αν όχι εργαλεία, του πολιτικού συστήματος και όσων αισθάνονται πως κατέχουν θέση καραγκιοζοπαίκτη στην κοινωνία μας - πως εκείνοι κρατούν τα καλάμια και όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να είναι στην καλύτερη περίπτωση ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης τους; Επειδή έχουν οικονομική ισχύ, ή μηντιακή, ή άλλη.
Ο Καραγκιοζοπαίκτης - το σύστημα - δεν έχει αποδειχθεί πολύ εφυής. Αν ήταν, η χώρα θα ήταν σε άλλη μοίρα. Η δε αποδοχή του άτυπου ρόλου του από τις πολιτικές δυνάμεις, θυμίζει εκείνο το ρητό: αν βάλεις ένα χρυσόψαρο στο κλαδί του δέντρου και αυτό δεν κελαηδήσει, δεν φταίει το χρυσόψαρο. Το πολίτευμα είναι Δημοκρατία και το θεσμικό πλαίσιο, όταν τηρείται, ορίζει τη θέση καθενός μέσα σε αυτό. Η άτυπη εξουσία, όταν αφήνεται να υποκαταστήσει αυτές που ορίζονται από το Σύνταγμα, φτιάχνει νομοτελειακά «Ελλάδες». Σε κράτη που βρίθουν ανισότητας, την ίδια ώρα που φλερτάρουν με την ολοκληρωτική αποτυχία - failed state - και την χρεοκοπία.
Όσοι συμβιβάζονται με όλα αυτά, βασιζόμενοι σε ισορροπίες τρόμου που μόνο λύση δεν αποτελούν, ευελπιστώντας στην υπερψήφισή τους ως «μη χείρον», δεν αποτυγχάνουν μόνο προσωπικά ή κομματικά, αλλά οδηγούν τη χώρα προς την ολοκληρωτική αποτυχία. Οι μικρές διαφοροποιήσεις στο μείγμα συμβιβασμών, δεν είναι λύση, αλλά άρνηση των δυνατοτήτων όλων και ένα σκαλί ακόμα προς τα κάτω. Το «κάτσε να εκλεγούμε και τότε θα προσπαθήσουμε» είναι ένα χυδαίο ψέμα, είτε λέγεται με ειλικρίνεια στον καθρέφτη από αφελείς, είτε από συμβιβασμένους δειλούς - από ψεύτες.
Χωρίς συγκρούσεις, χωρίς ανοιχτά διακηρυγμένη διάθεση για συγκρούσεις, όχι με επαγγελματικές ομάδες και πολίτες, αλλά με το σύστημα που λειτουργεί αλώβητο πίσω από κουρτίνες και κλειστές πόρτες, δεν θα υπάρξουν αλλαγές και άρα δεν θα υπάρξει λύση.
Σε έναν κατάκοπο και κατακερματισμένο λαό, η ιδέα και μόνο της όποιας σύγκρουσης μπορεί να μοιάζει βουνό. Ας προτείνουμε λοιπόν, ως συντόμευση, το εξής: την απόλυτη καταδίκη, σε ό,τι συμβαίνει στο ημίφως, πίσω από κλειστές πόρτες, μακρυά από το φως της κοινής γνώμης - των πολιτών. Με πρώτους τους προοδευτικούς - όσους είναι ή όσους θα ήθελαν να είναι - ειδικά αν επιδίδονται, ή θα ήθελαν να επιδίδονται, σε προσπάθειες ανασυγκρότησης του ιστορικού χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού, με τους όμορους χώρους της μεταρρυθμιστικής αριστεράς, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της οικολογίας.