8.9.16

Το «μη χείρον» γίνεται κάθε μέρα χειρότερο

Η πραγματιστική επιλογή της υπερψήφισης της μη-χείριστης λύσης τη στιγμή της κάλπης, δεν είναι κατακριτέα. Η έλλειψη φιλοδοξίας για κάτι καλύτερο, όμως,  από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι απλά κατακριτέα, αλλά καταδικαστέα.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν είναι μοναδικά - δεν είμαστε η εξαίρεση. Η διαφορά μας έγκειται στην ένταση με την οποία τα βιώνουμε, ελλείψει θεσμικής επάρκειας και σεβασμού στο ρόλο του θεσμικού πλαισίου, στους κανόνες.

Πολιτευτές, πολιτικολογούντες και δημοσιογράφοι, σε ένα κλίμα «ρεαλισμού» αποδέχονται κάθε παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της πολιτείας με την ίδια ευκολία που υστεριάζουν για παρανυχίδες όταν το απαιτεί το μικροκομματικό όφελος. Το αποτέλεσμα είναι πως τα πραγματικά προβλήματα δεν συζητούνται, αλλά αποκρύπτονται, τροφοδοτώντας και διαιωνίζοντας τα. Σαν πρακτική, ανάγεται σε ύβρη, όταν το ανάθεμα μεταβιβάζεται στην κοινωνία και τους πολίτες, γιατί «αυτοί είμαστε». Γιατί «αυτά θέλει ο λαός».  

Τι θέλει ο λαός; Φορολογική ανισότητα; Διαλυμένη υγεία και παιδεία; Συντάξεις πείνας για να διατηρούνται περιττές δομές στο δημόσιο, με πρώτη τον ίδιο τον πανάκριβο μηχανισμό απόδοσης συντάξεων; Τη γραφειοκρατία που δημιουργείται για να καθιστά την «σωτήρια παρέμβαση» κάποιου πολιτευτή απαραίτητη; Την ανελευθερία που επιβάλλεται μέσα από στρεβλώσεις, χάριν εργατολόγων, λογιστών, μηχανικών και δικηγόρων; Την αδιαφάνεια στο πού πάνε οι φόροι και τα έσοδα του κράτους; Τη μη-αξιολόγηση στο δημόσιο και κομματικές προαγωγές ή προσλήψεις;

Όλα αυτά αποτελούν επιλογές «του λαού», ή αποτυχίες, αν όχι εργαλεία, του πολιτικού συστήματος και όσων αισθάνονται πως κατέχουν θέση καραγκιοζοπαίκτη στην κοινωνία μας - πως εκείνοι κρατούν τα καλάμια και όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να είναι στην καλύτερη περίπτωση ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης τους; Επειδή έχουν οικονομική ισχύ, ή μηντιακή, ή άλλη.

Ο Καραγκιοζοπαίκτης - το σύστημα - δεν έχει αποδειχθεί πολύ εφυής. Αν ήταν, η χώρα θα ήταν σε άλλη μοίρα. Η δε αποδοχή του άτυπου ρόλου του από τις πολιτικές δυνάμεις, θυμίζει εκείνο το ρητό: αν βάλεις ένα χρυσόψαρο στο κλαδί του δέντρου και αυτό δεν κελαηδήσει, δεν φταίει το χρυσόψαρο. Το πολίτευμα είναι Δημοκρατία και το θεσμικό πλαίσιο, όταν τηρείται, ορίζει τη θέση καθενός μέσα σε αυτό. Η άτυπη εξουσία, όταν αφήνεται να υποκαταστήσει αυτές που ορίζονται από το Σύνταγμα, φτιάχνει νομοτελειακά «Ελλάδες». Σε κράτη που βρίθουν ανισότητας, την ίδια ώρα που φλερτάρουν με την ολοκληρωτική αποτυχία - failed state - και την χρεοκοπία.

Όσοι συμβιβάζονται με όλα αυτά, βασιζόμενοι σε ισορροπίες τρόμου που μόνο λύση δεν αποτελούν, ευελπιστώντας στην υπερψήφισή τους ως «μη χείρον», δεν αποτυγχάνουν μόνο προσωπικά ή κομματικά, αλλά οδηγούν τη χώρα προς την ολοκληρωτική αποτυχία. Οι μικρές διαφοροποιήσεις στο μείγμα συμβιβασμών, δεν είναι λύση, αλλά άρνηση των δυνατοτήτων όλων και ένα σκαλί ακόμα προς τα κάτω. Το «κάτσε να εκλεγούμε και τότε θα προσπαθήσουμε» είναι ένα χυδαίο ψέμα, είτε λέγεται με ειλικρίνεια στον καθρέφτη από αφελείς, είτε από συμβιβασμένους δειλούς - από ψεύτες.

Χωρίς συγκρούσεις, χωρίς ανοιχτά διακηρυγμένη διάθεση για συγκρούσεις, όχι με επαγγελματικές ομάδες και πολίτες, αλλά με το σύστημα που λειτουργεί αλώβητο πίσω από κουρτίνες και κλειστές πόρτες, δεν θα υπάρξουν αλλαγές και άρα δεν θα υπάρξει λύση.

Σε έναν κατάκοπο και κατακερματισμένο λαό, η ιδέα και μόνο της όποιας σύγκρουσης μπορεί να μοιάζει βουνό. Ας προτείνουμε λοιπόν, ως συντόμευση, το εξής: την απόλυτη καταδίκη, σε ό,τι συμβαίνει στο ημίφως, πίσω από κλειστές πόρτες, μακρυά από το φως της κοινής γνώμης - των πολιτών. Με πρώτους τους προοδευτικούς - όσους είναι ή όσους θα ήθελαν να είναι - ειδικά αν επιδίδονται, ή θα ήθελαν να επιδίδονται, σε προσπάθειες ανασυγκρότησης του ιστορικού χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού, με τους όμορους χώρους της μεταρρυθμιστικής αριστεράς, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της οικολογίας.


1.9.16

Τόσες ήττες, θέλουν ταλέντο

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει χάσει κάθε ευκαιρία για νίκη, όσο και ηθική δικαίωση της Αριστεράς αν κάτι τέτοιο τον απασχολούσε.

Με την Δεξιά δειλή ως προς τα γεγονότα και ηττημένη, με την Σοσιαλδημοκρατία διαλυμένη, είχε την ευκαιρία να κυριαρχήσει θετικά για την χώρα. Ήταν μόνος - χωρίς αντιπολίτευση για μήνες. Η ευκαιρία υπήρχε επίσης λόγω συγκυρίας τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία και αφοσιωμένης βάσης - αυτής που τον ακολούθησε ακόμα και όταν έκανε το ΟΧΙ, ΝΑΙ.

Κάποια ζητήματα που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά το εσωτερικό της χώρας, όπως αυτό της Παιδείας, η στάση του μπορεί να οφείλεται σε ανεδαφικές εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ (δεν θα το φορτωθεί αυτό η Αριστερά), ενός ακόμα συστημικού πελατειακού κόμματος. Μην ξεχνάμε, πως και η ΝΔ δεν πρόλαβε να αναλάβει την εξουσία το 2012 και το πρώτο που έκανε ήταν να χτυπήσει το νόμο της περιόδου 2009-2011, το νόμο Διαμαντοπούλου, συνεπικουρούμενη δε του ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου και της ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη.

Σε όσα άπτονται της θέσης της χώρας στην Ευρώπη και τον κόσμο, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά (αγορές), η στάση του δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με πελατειακούς όρους. Οι αποτυχίες στη «γενναία διαπραγμάτευση» με τεράστιο κόστος για την Εθνική Οικονομία και τον πολίτη, στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην εκκαθάριση του ασφαλιστικού συστήματος και του κόστους που προκαλεί στα δημοσιονομικά χωρίς αποτέλεσμα για τον συνταξιούχο ή την υγεία, οφείλονται σε ελλιπείς γνώσεις, που με τη σειρά τους έφεραν στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας και κατέληξαν σε εσφαλμένη χαρτογράφηση των εναλλακτικών λύσεων πολύ πριν φτάσει κάποιος στην επιλογή ή την εφαρμογή τους.

Η Πρώτη Φορά Αριστερά, χρειαζόταν λιγότερη αλαζονεία, περισσότερη δουλειά, καλύτερο επίπεδο συνεργατών σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το τρισάθλιο υπουργικό συμβούλιο, λιγότερο τακτικισμό προς όφελος της κυβέρνησης και περισσότερο στρατηγικό σχεδιασμό για το καλό της χώρας. Άγνωστο αν ακόμα και σήμερα έχουν αντιληφθεί πως η διακυβέρνηση δεν κρίνεται στο επίπεδο του «ηθικού πλεονεκτήματος» που εν πολλοίς τους οδήγησε στην εξουσία, αλλά του τελικού αποτελέσματος.

Με την Ευρώπη να έχει αποδεχτεί τα όποια λάθη της στην βοήθεια που προσέφερε στην Ελλάδα, με τις εξελίξεις στην γειτονιά μας να είναι αυτές που είναι, με σύσσωμη την αντιπολίτευση να είναι πλέον «ευρωπαϊκή», μία καλή διακυβέρνηση της ΠΦΑ θα συμπαρέσυρε το σύνολο του πολιτικού κόσμου μπροστά. Ή έστω, θα υπήρχε η φιλοδοξία για κάτι τέτοιο.

Αντί αυτών, αυτοπαγιδεύτηκαν ευθύς εξαρχής. Η αλαζονεία έγινε σταθερά, μαζί με τον τακτικισμό, λες και οι ήττες ήταν προδιαγεγραμμένες, ενώ οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες είναι οικτρές. Καμμένος, Καραμανλής, Γεωργαντά, Εκκλησία, Λεβέντης, ανοιχτοί δεσμοί ακόμα και με την πολύ σκοτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης, όπως είναι ο μεγαλο-εργολάβος - δημοσκόπος του πρώην μεγάλου καναλιού, τους Καλογρίτσες της χώρας.

Όσα κάνει και θα κάνει αναγκαστικά, στα μουλωχτά, σε αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις, γίνονται με όρους ήττας. Χωρίς σχέδιο για το μέλλον, χωρίς καμία φιλοδοξία για το τι μπορεί να αποκομίσει η χώρα. Η επιτομή του «ξεπουλήματος», ως αποτέλεσμα παραίτησης.

Αν δεν αντιλαμβάνεσαι έγκαιρα πως δεν έχεις και δεν θα έχεις τα απαιτούμενα κεφάλαια για το Ελληνικό για να πάψει να είναι χωματερή και να φέρει δουλειές και βελτίωση της περιοχής, πώς θα σχεδιάσεις το πώς και το γιατί της παραχώρησης του;

Ελλείψει κάθε φιλοδοξίας για τον τόπο, κατέληξαν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής, από καιρό χαμένες, όπως αυτή της ΕΛΣΤΑΤ, όπου το μόνο σενάριο «δικαίωσης» θα σήμαινε εθνική καταστροφή - έξοδο της χώρας από το ευρώ, το Μηχανισμό Στήριξης και την ΕΕ.


Τα ίδια και με τις τηλεοπτικές άδειες. Κοντόθωροι, όρισαν πως πρέπει να είναι μόνο τέσσερις. Ουδείς μπορεί να εξηγήσει πειστικά το γιατί - είναι σαφές πως πρόκειται για κάποια εμμονή στο νου του Μαξίμου και του κ. Παππά. Γιατί ακόμα κι αν κατέληγαν σε ένα απολύτως «δικό τους» σχήμα τεσσάρων καναλαρχών, αφενός θα ήταν πλέον οι ίδιοι δέσμιοι της νέας ολιγαρχίας που θα δημιουργούσαν, και αφετέρου θα έπεφταν από τα εναλλακτικά Μέσα που θα προέκυπταν αυτομάτως με όρους «αντίστασης». Αν κάποιος ξέρει αυτό το μηχανισμό, είναι η Αριστερά. Άλλη μία ήττα από το πουθενά. Από επιλογή.

Ποιός θα διαφωνούσε αν γινόταν αυτή η διαγωνιστική διαδικασία ανοιχτά, με όσες άδειες χωράει το φάσμα; Αυτό δεν θα ήταν νίκη; Ακόμα και αν γινόταν όσο εσπευσμένα έγινε τώρα, για να μπορεί να το πάρει μαζί του ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Με κριτήρια για την ποιότητα του προγράμματος και την εκπλήρωση όσων οφείλει να παρέχει ένας τηλεοπτικός σταθμός σε εκπαίδευση, ψυχαγωγία, ενημέρωση, διάλογο. Με νέους κανόνες για το μαύρο χρήμα και την εποπτεία από ένα πραγματικό ΕΣΡ, αντί του φαιδρού παραμάγαζου που βάζει πρόστιμα σε φιλιά - παραγγελιά στους αντιδραστικούς και την Εκκλησία.

Δεδομένου του πολιτικού χρόνου που δεν έχει ευκαιρίες για εκλογές μέσα στην επόμενη διετία, χωρίς πρωτοβουλία Τσίπρα, οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν υπάρχει ενδεχόμενο αλλαγής. Αν μπορεί να ανατραπεί η ηττοπάθεια της κυβέρνησης σε όλα τα πεδία. Μάλλον όχι. Μοιάζει να έχει κλειδώσει στην εξυπηρέτηση του πελατειασμού, όσο και των εσωτερικών εμμονών. Η ευκαιρία υπήρξε, στις εκλογές μετά το 3ο Μνημόνιο, όταν πήραν διαζύγιο με Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου και Βαρουφάκη.

Ακόμα κι αν βλέπαμε επανάληψη του ίδιου έργου, με νέες εκλογές «ανατροπής», μοιάζει πιθανότερο να συμμαχήσουν προς τα κάτω, με τον Λεβέντη, παρά με τις δυνάμεις εκείνες της Αριστεράς, έστω, που αποξένωσαν μετά τον Ιανουάριο του 2015, που πήγαν σπίτι τους. Η εξουσία ως μονόδρομος, χωρίς εθνικό νόμισμα για να κόβει χρήμα, τους οδηγεί νομοτελειακά στην έξοδο.

Translate